Перевод: со всех языков на русский

επίσημ

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • ἐπίσημ' — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl ἐπίσημε , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσημα — το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα] νεοελλ. 1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του 2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»