-
1 γαργαρεων
-
2 γαργαρεών
-
3 γαργαρεών
γαργαρεώνuvula: masc nom /voc sg -
4 γαργαρεών
2 a morbid condition thereof, = σταφυλή, Hp.Aff.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργαρεών
-
5 γαργαρεών
γαργαρεών, der Zapfen, das Zäpfchen im Munde -
6 γαργαρεώνων
γαργαρεώνuvula: masc gen pl -
7 γαργαρεώνα
-
8 γαργαρεῶνα
-
9 γαργαρεώνας
-
10 γαργαρεῶνας
-
11 γαργαρεώνες
-
12 γαργαρεῶνες
-
13 γαργαρεώνι
-
14 γαργαρεῶνι
-
15 γαργαρεώνος
-
16 γαργαρεῶνος
-
17 γαργαρεώσιν
-
18 γαργαρεῶσιν
-
19 γεργέρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεργέρινος
-
20 σταφυλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γαργαρεών — γαργαρεών, ο (AM) η επιγλωττίδα, η σταφυλή τής υπερώας αρχ. η τραχεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαρίζω. Πρόκειται για μεταρρηματικό τ. (πρβλ. ανθερεών)] … Dictionary of Greek
γαργαρεών — uvula masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνα — γαργαρεών uvula masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνας — γαργαρεών uvula masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνες — γαργαρεών uvula masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνι — γαργαρεών uvula masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνος — γαργαρεών uvula masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶσιν — γαργαρεών uvula masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεώνων — γαργαρεών uvula masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργάρι — το κοινή ονομασία διαφόρων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gorgoglio «γουργουρητό» < λατ. curculio «κις, είδος σκουληκιού και εντόμου» ή gurgulio «οισοφάγος, γαργαρεών*, κις» ή πιθανώς πρόκειται για ηχομιμητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
γαργαλίδα — η και γαργαλίδι, το 1. οποιοδήποτε εξόγκωμα τού σώματος 2. η αμυγδαλή τού λαιμού 3. η σκανδάλη τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. γαργαλίδα < γαργαλήθρα ή < γαργαλιώνας, άλλος τ. τού γαργαριώνας < αρχ. γαργαρεών* γαργαλίδι < γαργάλι ή <… … Dictionary of Greek