Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γαμετή

См. также в других словарях:

  • γαμετή — γαμετή, η (AM) [γαμέω] η νόμιμη σύζυγος …   Dictionary of Greek

  • γαμετῇ — γαμετή married woman fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμετή — married woman fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμέτῃ — γαμέτης husband masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμετῆι — γαμετῇ , γαμετή married woman fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμεταῖς — γαμετή married woman fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμεταί — γαμετή married woman fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμετῆς — γαμετή married woman fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμετήν — γαμετή married woman fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БРАК —    • Matrimonium.     I. У греков (γάμος).        1. Цель Б. у греков была иметь законное потомство и удовлетворить таким образом тройной обязанности: относительно богов, которым должны были быть оставлены слуги (Plat. legg. 6, p. 773, Ε),… …   Реальный словарь классических древностей

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»