-
1 γαλήνη
γαλήνη, ἡ (eigentl. »die Glänzende«, »die heiter Strahlende«, γαλερός, ἀγλαός = ἈΓΑΛΌΣ, γάλα u. s. w.; man beachte λευκὴ γαλήνη Odyss. 10, 94); 1) Wind-, Meeresstille, von Hom. an überall; Odyss. 5, 391. 12, 168 ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη; 10, 94 οὐ μὲν γάρ ποτ' ἀέξετο κῦμά γ' ἐν αὐτῷ, οὔτε μέγ' οὔτ' ὀλίγον, λευκὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη; 5, 452 vom Flußgotte in Scheria ὁ δ' αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα, πρόσϑε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς; 7, 319 οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην, werden bei Windstille, auf ruhigem Meere fahren; neben νηνεμία Plat. Theaet. 153 c; übertr., Ruhe, Heiterkeit, Soph. El. 887; γαλήνην ἡσυχίαν τε ἐν τῇ ψυχῇ ἀπεργάσασϑαι Plat. Legg. VII, 791 a; βίου Luc. Al. 61; öfter bei Sp., z. B. Plut. Num. 20. – 2) Bleierz, ἱBleiglanz, Plin. H. N. 33, 6. – 3) ein Gegengift, Galen.
-
2 γαληνη
дор. γᾰλάνᾱ (λᾱ) ἥ1) безветрие, штиль(λευκέ γ. Hom.; νηνεμία τε καὴ γ. Plat.; γαλῆναι καὴ εὐδίαι Arst.)
2) спокойное море, морская гладь(γ. ὁμαλότης θαλάττης, sc. ἐστίν Arst.)
ἐλάαν γαλήνην Hom. — плыть по спокойному морю3) спокойствие, безмятежность, ясность(φρόνημα νηνέμου γαλάνας Aesch.; ἐν γαλήνῃ ποιεῖν τι Soph.; γ. ἡσυχία τε Plat.; σοφία καὴ γ. Plut.)
4) гален, сернистый свинец Plin. -
3 Γαλήνη
Γαλήνηstillness of the sea: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Γαλήνηstillness of the sea: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 γαλήνη
γαλήνηstillness of the sea: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————γαλήνηstillness of the sea: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 γαλήνη
Grammatical information: f.Meaning: `stillness of the seaStille' (Od.); also `lead sulphite (Plin.; s. Chantr. RPh. 1965, 203-5).Other forms: Dor. γαλά̄νᾱDerivatives: γαλήνεια ( γαλάνεια) = γαλήνη (Eur.), after σαφήνεια?; not from γαληνής (only Arist. Phgn. 811b 38); γαληναίη (A. R.; cf. ἀναγκαίη beside ἀνάγκη), γαληναῖος (AP). - γαληνός `still' (E.). After the numerous ρο-adjectives (not old r\/n-stem) γαληρός H.; after the adj. in - ερος, γαλερός H.Etymology: γαλήνη, γαλά̄νᾱ, like σελήνη, from *γαλασ-νᾱ from an σ-stem, seen also in γέλως, γελασ-τός etc. and in Aeol. γελήνη (Jo. Gramm. Comp. 3, 1) for *γελᾰ́ννα like σελᾰ́ννα?). Orig. `Heiterkeit', cf. γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. For the ablaut, * glh₂-es-, cf Arm. caɫr `laughter'; s. γελάω. Cf. γλήνη, γλῆνος.Page in Frisk: 1,285-286Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γαλήνη
-
6 Γαληνη
-
7 γαλήνη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γαλήνη
-
8 γαλήνη
-
9 γαλήνη
γαλήνη, ης, ἡ (Hom. et al.; Epict. 2, 18, 30; Sym. Ps 106:29; loanw. in rabb.) an unruffled surface on a body of water, a calm, on a lake (Diod S 3, 21, 1; Appian, Bell. Civ. 4, 115 §480; Lucian, Dial. Mar. 1, 3; 15, 3; in imagery, Philo; Jos., Bell. 3, 195) Mt 8:26; Mk 4:39; Lk 8:24.—DELG. M-M. TW. -
10 γαλήνη
η1) штиль, затишье, безветрие; тишина, покой (в природе);πλήρης γαλήνη — мёртвая тишина;
икра γαλήνη мёртвый штиль;
2) перен. покой, спокойствие, безмятежность;ψυχική γαλήνη — душевное спокойствие
-
11 γαλήνη
γᾰλήν-η, ἡ,A stillness of the sea, calm (γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ νηνεμία δ' ἐν ἀέρι Arist.Top. 108b25
, but cf. Od.5.452, 12.168), Hom. only in Od.,λευκ ὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη 10.94
; οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην will sail the calm sea, 7.319; stillness of deep waters, Coluth.360;νηνεμίας τε καὶ γ. Pl.Tht. 153c
;ἐν ταῖς γ. καὶ εὐδίαις Arist.HA 533b30
: metaph. of the mind, calmness, serenity,φρόνημα νηνέμου γαλάνας A.Ag. 740
(lyr.); ἐν γαλήνῃ in calm, quiet, S.El. 899;γ. ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Lg. 791a
.II lead sulphide, galena, Plin.HN33.95, 34.159.III name of an antidote, Androm. ap. Gal.14.32. ([dialect] Aeol. γελήνη (sic) acc. to Jo.Gramm.Comp. 3.1; perh. akin to γελάω.) -
12 Γαλήνῃ
Βλ. λ. Γαλήνη -
13 γαλήνῃ
Βλ. λ. γαλήνη -
14 γαλήνη
{сущ., 3}безветрие, штиль (полное затишье), тишина на море, реке, озере.Ссылки: Мф. 8:26; Мк. 4:39; Лк. 8:24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γαλήνη
-
15 γαλήνη
{сущ., 3}безветрие, штиль (полное затишье), тишина на море, реке, озере.Ссылки: Мф. 8:26; Мк. 4:39; Лк. 8:24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γαλήνη
-
16 γαλήνη
безветрие, штиль (полное затишье), тишина (на море, реке, озере).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γαλήνη
-
17 γαλήνη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γαλήνη
-
18 γαλήνη
[ галини] ουσ θ тишина, спокойствие, безмятежность. -
19 γαλήνη
pogoda (f) rzecz. -
20 γαλήνη
1) serenity2) tranquillityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γαλήνη
См. также в других словарях:
Γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλήνῃ — Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνῃ — γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα. 2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της… … Dictionary of Greek
γαλήνη — η 1. η ηρεμία, η μπουνάτσα, η νηνεμία: Είχε γαλήνη και κάναμε βαρκάδα. 2. μτφ., η ησυχία, η αταραξία, η πραότητα: Ύστερα απ’ αυτόν τον καβγά διαταράχτηκε η ψυχική μου γαλήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγία Γαλήνη — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.260 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα του νομού, στις εκβολές του ξηροποτάμου Πλατύ. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης … Dictionary of Greek
Γαλήνηι — Γαλήνῃ , Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνηι — γαλήνῃ , γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω … Dictionary of Greek
Γαληνῶν — Γαλήνη stillness of the sea fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)