-
1 νυκτί-γαμος
νυκτί-γαμος, sich bei Nacht vermählend, Mus. 7.
-
2 νυκτίγαμος
См. также в других словарях:
τελεσσίγαμος — και μτγν επικ. τ. τελεσίγαμος, ον, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῡς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + γάμος (πρβλ. νυκτί γαμος), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
νυκτίγαμος — νυκτίγαμος, ον (Α) αυτός που έρχεται σε γάμο κατά τη διάρκεια τής νύχτας, δηλ. κρυφά («Ἡροῡς νυκτιγάμου», Μουσαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + γάμος) … Dictionary of Greek