Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τελεσίγαμος

См. также в других словарях:

  • τελεσίγαμος — ον, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίγαμος* …   Dictionary of Greek

  • τελεσσίγαμος — και μτγν επικ. τ. τελεσίγαμος, ον, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῡς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + γάμος (πρβλ. νυκτί γαμος), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»