-
1 τελεσσί-γαμος
τελεσσί-γαμος, poet. = τελεσίγαμος, die Hochzeit vollendend od. einweihend, Nonn. D. 8, 83.
См. также в других словарях:
τελεσίγαμος — ον, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίγαμος* … Dictionary of Greek
τελεσσίγαμος — και μτγν επικ. τ. τελεσίγαμος, ον, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῡς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + γάμος (πρβλ. νυκτί γαμος), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek