-
1 Βασίλειος
Βασίλειος οВасилий –1) имя некоторых святых Православной Церкви:Βασίλειος ο Μέγας — Василий Великий – один из трех иерархов (святые Василий Великий, Григорий Богослов и Иоанн Златоуст) и отец Церкви;
2) имя, которое носили некоторые византийские правители:Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος — Василий Второй, покоритель болгар;
3) мужское имяЭтим.< дргр. βασίλειος «царский, царственный» < βασιλεύς «царь, повелитель» -
2 βασιλειος
ион. βᾰσῐλήϊος 2 и 31) царский, царственный Hom., Hes., Aesch., Soph., Her., Plut.2) относящийся к архонту-басилевсуβασίλειος στοά Arph., Dem. — портик архонта-басилевса ( где он разбирал дела)
-
3 βασίλειος
βασίλειος, ον, βασιλεία z. B. ἰσχύς Aesch. Pers. 589; Paus. 3, 1, 5 Lesart der codd.; ion. u. ep. βασιλήϊος, Her. βασιληΐη πόλις 7, 209; königlich, fürstlich; γένος βασιλήιον, ἅπαξ εἰρημ., Od. 16, 401; ϑρόνος Her. 1, 14 u. sonst überall; ἡ βασίλειος στοά Ar. Eccl. 685, die Säulenhalle, wo der Archon βασιλεύς Gericht hält, auch der Areopag sich versammelt, Dem. 25, 23, nach B. A. 229 von Ζεὺς βασιλεύς benannt. Das neutr. als subst. gew. a) τὰ βασίλεια, königliche Wohnung, Palast, Residenz, schon Her. 1, 30 βασιλήϊα, u. öfter; Ar. Ach. 80; Plat. Crit. 115 c; Xen. oft, der auch den sing. so häufig braucht, Cyr. 2, 4, 3. 7, 5, 25; Pol. 3, 15; D. Sic. 20, 24. – b) τὸ βασίλειον. königlicher Schatz, Her. 2, 149 u. Sp. – c) das Diadem, Plut. Is. et Os. 19; bei Sp. = βασιλεία, z. B. Plut. Agis 11.
-
4 βασίλειος
βασίλειοςroyal: masc nom sgβασίλειοςroyal: masc /fem nom sg -
5 βασίλειος
βασίλειος, königlich, fürstlich; ἡ βασίλειος στοά, die Säulenhalle, wo der Archon βασιλεύς Gericht hält, auch der Areopag sich versammelt. Das neutr. als subst. gew. (a) τὰ βασίλεια, königliche Wohnung, Palast, Residenz. (b) τὸ βασίλειον. königlicher Schatz. (c) das Diadem -
6 Βασίλειος
Βασίλειοςroyal: masc nom sg -
7 βασίλειος
βασίλειος, ον (Hom. et al.; LXX; PsSol 17:4, 6; TestSol 5:5; TestJud) pert. to a king, royal (oracular saying in Diod S 7, 17 κράτος βασίλειον) β. ἱεράτευμα 1 Pt 2:9 (Ex 19:6; 23:22; but s. JElliott, The Elect and the Holy, ’66, 149–54). Used as a noun the pl. τὰ β. (since Hdt. 1, 30, 1; also SIG 495, 45; PSI 488, 11; PColZen 39, 8; PCairZen 664, 1; 758, 7 [all III B.C.]; PGM 2, 181; 4, 1061–62; Esth 1:9; Philo, In Flacc. 92; Jos., Ant. 13, 138) and more rarely the sg. τὸ β. (X., Cyr. 2, 4, 3; Pr 18:19; PsSol [‘royal majesty’, sim. TestSol, TestJud]; Philo, Sobr. 66; Jos., Ant. 6, 251) means the (royal) palace Lk 7:25.—In 2 Cl τὸ β. = ἡ βασιλεία (B-D-F 50; cp. TestJud 17:6, 22f; SibOr 3, 159; Just., A I, 32, 2; D. 31, 5 [Da 7:22]; Gaius in Eus., HE 3, 28, 2.—Polyaenus 8, 55 uses the pl. τὰ βασίλεια = ἡ βασιλεία): εἰσέρχεσθαι εἰς τὸ β. τοῦ θεοῦ 6:9; ὁρᾶν τὸ β. τοῦ κόσμου 17:5.—DELG s.v. βασιλεύς. M-M. TW. Spicq. -
8 βασίλειος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βασίλειος
-
9 βασίλειος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βασίλειος
-
10 βασίλειος
царственный, царский.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βασίλειος
-
11 βασίλειος
-ος,-ον + A 2-0-0-0-2=4 Ex 19,6; 23,22; Wis 18,15; 4 Mc 3,8royal, of the kingdomCf. LE BOULLUEC 1989 200(Ex 19,6); SPICQ 1982, 93; WEVERS 1990 295(Ex 19,6); →NIDNTT; TWNT -
12 βασίλειος
βᾰσίλ-ειος, ον, also α, ον A.Pers. 589, IG12.115; [dialect] Ion. and [dialect] Aeol. [suff] βᾰσιλ-ήϊος, η, ον, also [suff] βᾰσιλ-ῇος Melinnoap.Stob.3.7.12, Hymn.Is.138:—A royal,δεινὸν δὲ γένος βασιλήϊόν ἐστι κτείνειν Od.16.401
;ὁ β. θρόνος Hdt.1.14
, etc.; used by Trag. in lyr., β. οἶκοι, μέλαθρα, A.Ag. 157, Ch. 343; ἰσχύς, τιάρα, Id.Pers. 589, 661; νόστος ὁ β. the king's return, ib.8;τοῖς β. νόμοις S.Ant. 382
; cf. πῆχυς.2 of the archonβασιλεύς, ἡ β. στοά IG12.115
, Arist.Ath.7.1, Paus.1.3.1 (also of the basilica of Herod at Jerusalem, J.AJ15.11.5).3 'royal', i.e.choice,μύρον Sapph.Supp.23.19
, Crates Com.2; cf. βασίλεια· γένος ἰσχάδων, Hsch.4 Ἄρτεμις βασιληΐη, divinity in Thrace, Hdt.4.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασίλειος
-
13 τετρα-βασίλειος
τετρα-βασίλειος, mit vier Königen, Sp.
-
14 φιλο-βασίλειος
φιλο-βασίλειος, den König liebend, Plut. Aemil. Paul. 24.
-
15 μεσο-βασίλειος
μεσο-βασίλειος, zum Zwischenkönig, zum interregnum gehörig, D. Hal.
-
16 βασιλείως
βασίλειοςroyal: adverbialβασίλειοςroyal: masc acc pl (doric)βασίλειοςroyal: adverbialβασίλειοςroyal: masc /fem acc pl (doric) -
17 βασιλείη
βασίλειοςroyal: fem nom /voc sg (epic ionic)βασιλείαkingdom: fem nom /voc sg (epic ionic)βασιλειάωaim at royalty: pres imperat act 2nd sg (doric)βασιλειάωaim at royalty: imperf ind act 3rd sg (doric)——————βασίλειαqueen: fem dat sg (epic ionic)βασίλειοςroyal: fem dat sg (epic ionic)βασιλείαkingdom: fem dat sg (epic ionic) -
18 βασιλείους
βασίλειοςroyal: masc acc plβασίλειοςroyal: masc /fem acc pl -
19 βασιλεύτατον
βασίλειοςroyal: masc acc sgβασίλειοςroyal: neut nom /voc /acc sg -
20 βασιλεύτερον
βασίλειοςroyal: masc acc sgβασίλειοςroyal: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
βασίλειος — royal masc nom sg βασίλειος royal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βασίλειος — royal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
Ανδρονόπουλος, Βασίλειος — (Αίγιο 1838 – Θεσσαλονίκη 1897).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού Βασίλειου Καλλιμαχόπουλου. Μαζί με άλλους ερασιτέχνες ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος Ταβουλάρης, έκανε την πρώτη εμφάνισή του στο θέατρο το 1858 στην… … Dictionary of Greek
Ζιώγας, Βασίλειος — (Θεσσαλονίκη 1937 –). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε κινηματογράφο και θέατρο στη Βιέννη, όπου και εντάχθηκε στο λογοτεχνικό κίνημα του λετρισμού. Κατά τη δεκαετία του 1960 έζησε, αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη … Dictionary of Greek
Λάσκος, Βασίλειος — (Μάνδρα Ελευσίνας 1899 – 1943). Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, ήρωας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σπούδασε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ειδικεύτηκε στον κλάδο των υποβρυχίων. Το 1926 τοποθετήθηκε κυβερνήτης του τορπιλοβόλου Πέργαμος, με το… … Dictionary of Greek
Άγιος Βασίλειος — Sp Ãgios Vasilijas Ap Άγιος Βασίλειος/Agios Basileios L Š ir C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αγιομαμίτης, Βασίλειος — Αγωνιστής του 1821. Κρητικός οπλαρχηγός, που μαζί με άλλους καπεταναίους εισέβαλε, στα τέλη Απριλίου του 1822, με πεντακόσια παλικάρια στην περιοχή Μυλοποτάμου (Κρήτη) … Dictionary of Greek
Άγιος Βασίλειος — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 119 κάτ.) στην πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλαταιών. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 48 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον… … Dictionary of Greek
Αδαμίδης, Βασίλειος — (Δόντιανη Ζαγοράς 1857 – Βόλος 1923).Λόγιος από την Ήπειρο. Σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Από το 1881 εγκαταστάθηκε στον Βόλο, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Παράλληλα δημοσίευε διηγήματα και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες … Dictionary of Greek