-
1 βασίλειος
βᾰσίλ-ειος, ον, also α, ον A.Pers. 589, IG12.115; [dialect] Ion. and [dialect] Aeol. [suff] βᾰσιλ-ήϊος, η, ον, also [suff] βᾰσιλ-ῇος Melinnoap.Stob.3.7.12, Hymn.Is.138:—A royal,δεινὸν δὲ γένος βασιλήϊόν ἐστι κτείνειν Od.16.401
;ὁ β. θρόνος Hdt.1.14
, etc.; used by Trag. in lyr., β. οἶκοι, μέλαθρα, A.Ag. 157, Ch. 343; ἰσχύς, τιάρα, Id.Pers. 589, 661; νόστος ὁ β. the king's return, ib.8;τοῖς β. νόμοις S.Ant. 382
; cf. πῆχυς.2 of the archonβασιλεύς, ἡ β. στοά IG12.115
, Arist.Ath.7.1, Paus.1.3.1 (also of the basilica of Herod at Jerusalem, J.AJ15.11.5).3 'royal', i.e.choice,μύρον Sapph.Supp.23.19
, Crates Com.2; cf. βασίλεια· γένος ἰσχάδων, Hsch.4 Ἄρτεμις βασιληΐη, divinity in Thrace, Hdt.4.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασίλειος
-
2 βασιληΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιληΐη
См. также в других словарях:
θεραπήιος — θεραπήϊος, ΐα, ον (Α) (ιων. και ποιητ. τ.) 1. θεραπευτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεραπήια τα γιατρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπεύω, + ιων. καταλ. ήιος που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε εύς (πρβλ. βασιλ ευς > βασιλ… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek