Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βύσσος

См. также в других словарях:

  • βυσσός — depth of the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσσος — flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσός — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • βύσσω — βύσσος flax fem nom/voc/acc dual βύσσος flax fem gen sg (doric aeolic) βύζω to be frequent aor subj act 1st sg βύζω to be frequent aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύττος — βύσσος , βύσσος flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσοῖο — βυσσός depth of the sea masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσοῦ — βυσσός depth of the sea masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσῷ — βυσσός depth of the sea masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσόν — βυσσός depth of the sea masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσσοιο — βύσσος flax fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»