-
1 βορβορος
ὁ реже pl. грязь, нечистоты Aesch., Arph., Plat., Arst., Plut. -
2 βόρβορος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βόρβορος
-
3 βόρβορος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βόρβορος
-
4 βόρβορος
ο1) грязь (тж. перен.); ил; тина;κυλιέμαι στο βόρβορο — валяться в грязи;
ζώ ( — или κυλιέμαι) στον βόρβορο — погрязнуть в разврате;
2) прям., перен. болото, трясина;κυλίστηκε στον βόρβορο της ατιμίας — он погряз в трясине бесчестья
-
5 βόρβορος
грязь, нечистоты.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βόρβορος
-
6 αβορβορος
-
7 συναλιζω
1) созывать, собирать(τινάς Her., Xen.; med. NT.)
2) med. собирать свои силыσυναλίσθαι καὴ τέν πρὸς θαλάσσης ἐσβολέν φυλάσσειν Her. — собрать свое войско и выжидать вторжения с моря
3) присоединять, приобщатьεἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι Xen. — присоединяться к обществу зрелых мужей;
βόρβορος περί τι συναλισθείς Arst. — облепившая что-л. грязь -
8 1004
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1004
См. также в других словарях:
βόρβορος — mire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek
βόρβορος — ο 1. βρομερή λάσπη, βούρκος. 2. μτφ., η χειρότερη ηθική κατάπτωση: Από τότε που εγκατέλειψε την πατρική εστία έπεσε στο βόρβορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βορβόρω — βόρβορος mire masc nom/voc/acc dual βόρβορος mire masc gen sg (doric aeolic) βορβορόω make muddy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόροις — βόρβορος mire masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρου — βόρβορος mire masc gen sg βορβορόω make muddy pres imperat act 2nd sg βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρους — βόρβορος mire masc acc pl βορβορόω make muddy imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρων — βόρβορος mire masc gen pl βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βορβορόω make muddy imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρῳ — βόρβορος mire masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβορε — βόρβορος mire masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβοροι — βόρβορος mire masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)