Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βόρασσος

См. также в других словарях:

  • βόρασσος — growing spadix of the date with immature fruit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόρασσος — ο (Α βόρασσος) νεοελλ. γένος φοινίκων της τροπικής Ασίας και Αφρικής αρχ. ο καρπός του φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής, πιθ. σημιτικής ή αιγυπτιακής προελεύσεως (πρβλ. αραβ. bosr «άγουρος χουρμάς»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»