-
1 βακχος
ὅ1) жрец Вакха, вакхант Plat.Ἅιδου β. Eur. — одержимый Гадесом, т.е. лишившийся рассудка
2) вино(κρατέρ βάκχου Eur.; βάκχον ἐκπιών Anth.)
-
2 Βακχος
ὁ (впервые у Soph.; тж. Ἴακχος и Διόνυσος) Вакх (сын Зевса и Семелы, уроженец Фив, бог винограда, виноградарства, виноделия и вина) Soph., Eur., Plut., Luc. -
3 Βακχειος
-
4 Βακχευς
-
5 Βακχιος
-
6 αβροκομης
1) покрытый красивыми кудрями, прекраснокудрый(Βάκχος, Ἔρως Anth.)
2) с роскошной листвой(φοῖνιξ Eur.)
-
7 αρισταφυλος
-
8 βακχειος
-
9 βακχειος...
-
10 Διονυσος
эп.-ион. Διώνῡσος ὅ (тж. Βάκχος, Ἴακχος, Βρόμιος Εὔιος) Дионис (сын Зевса и Семелы, рожденный ею преждевременно и доношенный в бедре Зевса, поэтому - δίγονος и διμήτωρ, бог вина, виноделия, производительных сил природы, поэтического вдохновения, театрального искусства и веселых народных сборищ) Hom. etc. -
11 ελελιχθων
-
12 ερισταφυλος
-
13 ευιος
-
14 Ιοβακχος
-
15 ισοδαιτης
-
16 κισσοδετας
-
17 κισσοκομης
-
18 κισσοστεφανος
-
19 κισσοφορος
-
20 λυσιμεριμνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βάκχος — Bacchus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek
Βάκχος. — См. Бахус … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βάκχος — ο επωνυμία του θεού Διόνυσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάκχω — Βάκχος Bacchus masc nom/voc/acc dual Βάκχος Bacchus masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχε — Βάκχος Bacchus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοι — Βάκχος Bacchus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοιο — Βάκχος Bacchus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοις — Βάκχος Bacchus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοισι — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοισιν — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)