-
1 Ποσειδαων
-
2 αγλαοτριαινας
-
3 ελασιχθων
-
4 ελελιχθων
-
5 Ελικωνιος
I3геликонский Pind., Luc., Anth.II3[Ἑλίκη 1] чтимый в Гелике(Ἑ. ἄναξ Hom. = Ποσειδάων)
-
6 κυανοχαιτης
-
7 ποντιος
3 и 21) морской(ὕδωρ Pind.; κύματα Aesch.; θύελλα Soph.)
2) приморский(Ἰσθμός Pind.; ἀκτή Aesch.)
3) находящийся в (открытом) мореτινὰ πόντιον πορεύειν Eur. — вывести кого-л. в открытое море4) находящийся в морской глубине(δάκη Aesch.)
Ἅιδην πόντιον πεφευγώς Aesch. — избежавший смерти в морской пучине;ἀφιέναι (τινὰ) πόντιον Eur. — бросать кого-л. в море5) прибывший из-за моря, заморский(ξεῖνος Aesch.)
6) повелевающий морем(Ποσειδάων HH.; Θέτις Pind.)
См. также в других словарях:
Ποσειδάων — Ποσειδεών masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδάων' — Ποσειδάωνα , Ποσειδεών masc acc sg Ποσειδάωνι , Ποσειδεών masc dat sg Ποσειδάωνε , Ποσειδεών masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERICLYMENUS — Nelei fil. frater Nestoris et Chronii, Homer. 2. Od. Cui a Neptuno avo concessum erat, ut in quas visum esset formas se posset transformare. Testatur hoc Euphorion, in his. Περικλύμενον τ᾿ ἀγέρωχον Ο῎λβιον, ᾧ πόρε δῶρα Ποσειδάων Ε᾿νοσίχθων Παντȏι … Hofmann J. Lexicon universale
Poseidon — This article is about the Greek god. For other uses, see Poseidon (disambiguation). Poseidon … Wikipedia
ПОСЕЙДОН — • Ποσειδω̃ν, Ποσειδάων, сын Кроноса и Реи, брат Зевса (Hesiod. theog. 453), по Геродоту старший, по Гомеру младший, после победы на титанами при разделе господства над миром получил на свою долю море (Ноm. Il. 15, 187 слл.); он… … Реальный словарь классических древностей
Neptvnvs — NEPTVNVS, i, Gr. Ποσειδάων, ωνος, (⇒ Tab. IX. & ⇒ XI.) 1 §. Namen. Den lateinischen hat er nach einigen von nubo, ich bedecke, weil er den größten Theil der Erde mit dem Wasser bedecket; Varro de L. L. IV. c. 10. nach andern von nando, schwimmen … Gründliches mythologisches Lexikon
BRIAREUS — Gigas, Aetheris, Titanis, vel Caeli et terrae filius. Hunc Homerus ait Iliad. 1. v. 403. a superis quidem Briareum dictum fuisse, ab hominibus vero Aegaeona: Ο῝ν Βριαρέων καλέουςι ςθεοὶ, ἄνδρες δέ τε πάντες Α᾿ιγαίωνα. Hic cum ceteris Gigantibus… … Hofmann J. Lexicon universale
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
ένερθε — ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α) 1. από κάτω («ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ ἔνερθε πόδες και χεῑρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.) 3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ … Dictionary of Greek
μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… … Dictionary of Greek
ουδέ — (Α οὐδέ) (αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι αρχ. Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾱσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων , οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ.… … Dictionary of Greek