Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βύσσινος

См. также в других словарях:

  • βύσσινος — βύσσινος, η, ον (AM) [βύσσος] 1. κατασκευασμένος από βύσσο 2. το ουδ. ως ουσ. ύφασμα ή φόρεμα από βύσσο …   Dictionary of Greek

  • βύσσινος — made of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσίνων — βύσσινος made of fem gen pl βύσσινος made of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσσινον — βύσσινος made of masc acc sg βύσσινος made of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσίναις — βύσσινος made of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσίνη — βύσσινος made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσίνην — βύσσινος made of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσίνης — βύσσινος made of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσίνοις — βύσσινος made of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσίνου — βύσσινος made of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσίνους — βύσσινος made of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»