Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

βότρυες

См. также в других словарях:

  • Βότρυες — Βότρυς bunch of grapes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βότρυες — βότρυς bunch of grapes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… …   Dictionary of Greek

  • ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα …   Dictionary of Greek

  • μυρτιά ή σμυρτιά ή μερσινιά — (μύρτος η κοινή). Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στην οικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο,… …   Dictionary of Greek

  • грезновиѥ — ГРЕЗНОВИ|Ѥ (З*), ˫А с. Кисть, гроздь винограда: вчера поне же подобаше намъ объимати виногра(д). ˫аже вмѣнисте скоре ражьдье. им же многъ имѣхомъ пло(д). и руками вашими посѣщенъ бы(с) ѹсте бо отинудь. не бывшю грезновью на немь ѹже чюдо бѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» …   Dictionary of Greek

  • γλυκόριζα — (glycyrrhiza).Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των μεσογειακών περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Χαρακτηρίζονται από ρίζες που πηγαίνουν σε μεγάλο βάθος και αδενώδη φύλλα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • δελφίνιο — (delphinium).Φυτό της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριοσταφίδα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 200 είδη. Το δ. είναι μονοετής, χνουδωτή πόα, ύψους έως 1 μ. Έχει φύλλα με σχισίματα και μπλε, μεγάλα άνθη, σε… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • κασσία — (Cassia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, που περιλαμβάνει περίπου 600 είδη δέντρων, θάμνων και ποών. Μερικά χαρακτηριστικά είδη είναι τα: κ. η αυλοειδής, κ. η στενόφυλλη, κ. η οξύφυλλη, κ. ηαντωοειδής, από τα οποία το πιο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»