-
1 βωμισκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωμισκάριον
-
2 βωμίσκος
2 bandage, Gal.18(1).823.3 Arith., solid or solid number with all its dimensions unequal bounded by rectangles and trapezia, Hero *Deff.114, Theo Sm.p.41 H., Nicom.Ar.2.16, Syrian. in Metaph.143.7, al.b Geom., plane figure resembling the solid β. in appearance, Papp.878.4 name of a constellation, Ptol.Alm. 8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωμίσκος
-
3 βωμίστρια
βωμ-ίστρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωμίστρια
-
4 βωμίς
-
5 βωμῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωμῖτις
-
6 δή-ποτε
δή-ποτε, richtiger δή ποτε geschrieben, von Homer an überall. Bei Homer haben entschieden beide Wörter, δή und ποτέ, ihre gesonderte, ursprüngliche Bdtg, sie verschmelzen nicht in einen neuen Begriff: Odyss. 6, 162 Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμ ῷ φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα: hier hebt δή das Δήλῳ hervor und ποτέ heißt »einst«; Iliad. 19, 271 οὐκ ἂν δή ποτε ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ἐμοῖσιν Ἀτρείδης ὤρινε διαμπερές; 1, 40 εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί' ἔκηα ταύρων ἠδ' αἰγῶν, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ, vgl. 1, 394 Δία λίσαι, εἴ ποτε δή τι ἢ ἔπει ὤνησας κραδίην Διὸς ἠὲ καὶ ἔργῳ. – Eurip. Hecub. 484 ποῦ τὴν ἄνασσαν δήποτ' οὖσαν Ἰλίου Ἑκάβην ἄν ἐξεύροιμι; – Am häufigsten nach Homer in der Frage: τί δή ποτε, was denn in aller Welt? warum denn das? Plat. Gorg. 450 b; Xen. Mem. 3, 2, 2.
См. также в других словарях:
κοιλίσκος — κοιλίσκος, ὁ (Α) χειρουργικό μαχαίρι, κοίλο στο μπροστινό μέρος («τῶν κοίλων ἐκκοπέων, οὕς καὶ κοιλίσκους ὀνομάζουσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + κατάλ. ίσκος (πρβλ. βωμ ίσκος, λυκ ίσκος)] … Dictionary of Greek
κοκαρίσκιον — κοκαρίσκιον, τὸ (Μ) τούφα από ακατέργαστα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκάριον (< ποκάριον «τούφα μαλλί», με αφομοίωση) + επίθημα ίσκιον (πρβλ. αρτ ίσκιον, βωμ ίσκιον)] … Dictionary of Greek