-
1 βρώμος
-
2 βρῶμος
-
3 βρῶμος
-
4 βρῶμος
Grammatical information: m.Meaning: `stench' (LXX, Gal.)Other forms: Sometimes βρόμοςDerivatives: βρῶμα `ordure'(?; Ev. Marc. 7, 19). βρωμώδης, βρομώδης `stinking' (Str.); βρωμέω (- ο-) `id.' (Al.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etym. Supposed to be identical with βρόμος `noise', Kretschmer Glotta 9, 222f., 11, 98, Hatzidakis, Glotta 22 (1934) 130-3. Diff. Kalitsunakis, Glotta 12,198. - Lat. brōmus, brōmōsus, exbrōmō is a loan. The word lives on in the element, Fr. brome etc.Page in Frisk: 1,275Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρῶμος
-
5 βρώμου
βρῶμοςmasc gen sg -
6 βρωμ'
βρῶμι, βιβρώσκωeat: aor subj act 1st sg (epic)βρῶμαι, βρώμηfem nom /voc plβρῶμα, βρῶμαthat which is eaten: neut nom /voc /acc sgβρῶμε, βρῶμοςmasc voc sg -
7 βρῶμ'
βρῶμι, βιβρώσκωeat: aor subj act 1st sg (epic)βρῶμαι, βρώμηfem nom /voc plβρῶμα, βρῶμαthat which is eaten: neut nom /voc /acc sgβρῶμε, βρῶμοςmasc voc sg -
8 βρώμον
-
9 βρῶμον
-
10 βρώμω
-
11 βρώμῳ
-
12 βρωμέω
-
13 βρῶμα
См. также в других словарях:
βρῶμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώμος — (I) βρῶμος, ο (Α) [βιβρώσκω] το βρώμα, η τροφή. (II) βρῶμος, ο και βρόμος, ο (Α) κακοσμία, βρόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρόμος (II)] … Dictionary of Greek
βρῶμον — βρῶμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώμου — βρῶμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώμῳ — βρῶμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
υπόβρωμος — ον, Α ο κάπως δύσοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρωμος (< βρῶμος), πρβλ. ἄ βρωμος] … Dictionary of Greek
Бром — Эта статья о химическом элементе; другие значения: Бром (значения). У этого термина существуют и другие значения, см. Br. 35 Селен ← Бром → Криптон … Википедия
μισόβρωμος — μισόβρωμος, ον (Μ) αυτός που μισεί τη λαιμαργία, την απληστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + βρωμος (< βρῶμος < βιβρώσκω «τρώω»)] … Dictionary of Greek
πολύβρωμος — ον, Μ πολύ δύσοσμος, πολύ δυσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρῶμος «δυσωδία» (πρβλ. ά βρωμος)] … Dictionary of Greek
φιλόβρωμος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει το φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βρωμος (< βρῶμος [Ι] / βρώμη «τροφή»)] … Dictionary of Greek