Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βρᾰδυ-πόρος

  • 1 βραδυ-πόρος

    βραδυ-πόρος, langsam gehend, Plut.; bes. = schwer zu verdauen, Medic.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > βραδυ-πόρος

  • 2 βραδυπόρος

    A slow-passing, of food, Hp.Acut.62, Ruf. ap. Orib.5.3.4, Philagr.ib.5.19.4; of humours, Gal.7.341: generally, slow,

    ὅρασις Plu.2.626a

    ; β. πέλαγος slow to pass, ib.941b.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδυπόρος

  • 3 βραδυπόρος

    βραδυ-πόρος, langsam gehend; bes. = schwer zu verdauen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > βραδυπόρος

  • 4 βραδυπορος

        2
        1) замедляющий скорость перехода, трудный для переплытия
        2) слабый, близорукий
        

    (ὅρασις Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > βραδυπορος

  • 5 пора

    пор||а I ж
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:
    летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·
    2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:
    \пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.
    пора II ж ὁ πόρος.

    Русско-новогреческий словарь > пора

См. также в других словарях:

  • υγροπόρος — ον, ΜΑ ὑγροπόρευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πόρος (< πόρος), πρβλ. βραδυ πόρος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύπορος — η, ο / ταχύπορος, ον, ΝΑ, αρσ. και ταχυπόρος Ν αυτός που πορεύεται, που κινείται με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πορος (πρβλ. βραδυ πόρος)] …   Dictionary of Greek

  • Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»