-
1 ὅρασις
ὅρασις, εως, ἡ (ὁράω; Aristot.+; ins, pap, LXX, En; PsSol 6:3; TestAbr A 4 p. 80, 27 [Stone p. 8]; Test12 Patr; JosAs 18 [p. 68, 13 Bat.]; GrBar 4:3; AscIs 3, 13, 31; EpArist 142; Philo).① organ of sight, eye (mostly pl. ‘eyes’ Diod S 2, 6, 10; Plut., Mor. 88d; PGM 13, 582. But also the sg. ὅρασις Diod S 3, 37, 9; 5, 43, 1; Proclus on Pla., Cratyl. p. 7, 25 Pasqu.; Iren. 1, 18, 1 [Harv. I, 171, 1]; Orig., C. Cels. 1, 48, 31; Hippol., Ref. 6, 15, 1), and hence sight, appearance, face (CB I/2, 653 no. 564 εἰς ὅρασιν καὶ εἰς ὅλον τὸ σῶμα; PGM 4, 308; 5, 147; Sir 11:2; 25:17; 3 Macc 5:33) in imagery, of mental and spiritual perception ἀχλύος γέμοντες ἐν τῇ ὁράσει with eyes full of mistiness 2 Cl 1:6.② that which is seen, appearance, sightⓐ appearance (Philo Mech. 51, 10; 62, 23; Ezk 1:5; 1 Km 16:12; Hippol., Ref. 4, 20, 1) ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι like jasper in appearance Rv 4:3a; cp. vs. 3b.ⓑ spectacle ἔσονται εἰς ὅρ. πάσῃ σαρκί they will be a spectacle for all flesh (Is 66:24) 2 Cl 7:6; 17:5.③ vision in a transcendent mode (in this case the distinction made betw. ὅραμα 1 and 2 cannot be carried through w. certainty, so that the focus in 1 will certainly predominate.—Critodemus, a Hellenistic astrologer, wrote a book Ὅρασις in vision form [Vett. Val. 150, 11; 329, 18f]; Herm. Wr. 1, 30 ἀληθινὴ ὅρ.; Tob 12:19; Zech 10:2; Pel.-Leg. 18, 20) vision (cp. Da 7:1 Theod.; Iren. 4, 28, 3 [Harv. II 296, 16]) ἰδεῖν τι ἐν τῇ ὁρ. Rv 9:17. ὅρασιν ἰδεῖν or ὁρᾶν Ac 2:17 (Jo 3:1); Hv 2, 4, 2. Of the visions of Hermas Hv 2, 1, 1; 3, 10, 3ff; 3, 11, 2; 4; 3, 12, 1; 3, 13, 1; 4, 1, 1. Titles Hv 2; 3; 4.—DELG s.v. ὁράω. M-M. TW. -
2 οράσις
-
3 ὁράσις
-
4 όρασις
-
5 ὅρασις
-
6 ὅρᾱσις
ὅρᾱσις, ἡ, das Sehen, der Sinn des Gesichts; Demad. 3; Arist. Eth. 10, 4, 1 u. Sp., wie Plut. u. S. Emp. – Die Augen, ὁράσεις ἐκκόψειν, D. Sic. 2, 6.
-
7 ορασις
- εως ἥ1) видение, узрениеὅ. λέγεται ἥ τῆς όψεως ἐνέργεια Arst. — видением называется зрение в действии
2) видение3) pl. глаза Diod., Plut. -
8 ὅρᾱσις
ὅρᾱσις, ἡ, das Sehen, der Sinn des Gesichts. Die Augen -
9 ὅρασις
{сущ., 4}видение, зрение, вид.Ссылки: Деян. 2:17; Откр. 4:3; 9:17. LXX: 4758 (האֶרְמַ), 2377 (ןוֹזָח).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὅρασις
-
10 όρασις
{сущ., 4}видение, зрение, вид.Ссылки: Деян. 2:17; Откр. 4:3; 9:17. LXX: 4758 (האֶרְמַ), 2377 (ןוֹזָח).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > όρασις
-
11 ὅρασις
видение, зрение, вид; LXX: (מַרְאֶה), (חָזוֹן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὅρασις
-
12 ὅρασις
-εως + ἡ N 3 8-9-52-48-16=133 Gn 2,9; 24,62; 25,11; 31,49; 40,5seeing, act of seeing LtJ 36; sight Gn 2,9; vision Gn 31,49; prophetic vision Jer 14,14; vision, dream Dn 8,1; outward appearance, look Jl 2,4; sight, ap-pearance, face Sir 11,2; appearance Nm 24,4τὸ φρέαρ τῆς ὁράσεως the well of vision (proper name) Gn 24,62*Is 66,24 εἰς ὅρασιν (they shall be) a spectacle?-ראה for MT דראון an ab-horrence→TWNT -
13 ὅρασις
A seeing, the act of sight, Demad.3, Arist.EN 1174a14, Men.123, etc. ; distd. as the ἐνέργεια or act from ὄψις (the sense or faculty), Arist. de An. 426a13, cf. 428a7; but, power of sight, SIG 1141 ([place name] Thrace).2 pl., eyes,τὰς ὁ. ἐκκόπτειν D.S.2.6
, cf. D.H.8.45, Plu. 2.88d: metaph., as title of the daughter-goddess of the Sun, ὅρασιν αὑτοῦ (sc. τοῦ Ἡλίου) OGI56.56 (Canopus, iii B. C.).III appearance,ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι Apoc.4.3
;ὁ μεταμορφούμενος ἐν ταῖς ὁράσεσιν PLeid.W.13.36
. -
14 παρ-όρᾱσις
παρ-όρᾱσις, ἡ, das Uebersehen, die Nachlässigkeit, Sp. – Bei Ruf. falsches Sehen.
-
15 περι-όρᾱσις
περι-όρᾱσις, ἡ, das Uebersehen, Ruhigzusehen u. Geschehenlassen, Sp.
-
16 συν-όρᾱσις
συν-όρᾱσις, ἡ, Uebersicht, Einsicht, Clem. Al.
-
17 δι-όρᾱσις
-
18 ἐφ-όρᾱσις
-
19 ἐν-όρᾱσις
ἐν-όρᾱσις, ἡ, das Ansehen, Clem. Al.
-
20 ὑπερ-όρᾱσις
ὑπερ-όρᾱσις, εως, ἡ, das Uebersehen, Verachten, LXX. u. a. Sp.
См. также в других словарях:
ὁράσις — ὁρά̱σῑς , ὅρασις seeing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρασις — ὅρᾱσις , ὅρασις seeing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁράσει — ὁρά̱σει , ὅρασις seeing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὁρά̱σεϊ , ὅρασις seeing fem dat sg (epic) ὁρά̱σει , ὅρασις seeing fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՏԵՍԻԼ — (սլեան, անց.) NBH 2 0868 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c գ. εἷδος species, forma ὅψις, ὄρασις aspectus, facies, visus ἱδέα idea. Տես. տեսակ. տեսութիւն. որպէս Երեւոյթ դիմաց. կերպարան. հայեցուած. երեսք. պատկեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ὁράσεις — ὁρά̱σεις , ὅρασις seeing fem nom/voc pl (attic epic) ὁρά̱σεις , ὅρασις seeing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
видение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. 1) (греч. ὅρασις), смотрение, зрение; 2) видимое зрелище; 3)… … Словарь церковнославянского языка
видъ — ВИД|Ъ (131), А с. 1.Внешний вид, облик, наружность кого л., чего л.: Платонъци. б҃а и вещь и видъ. и миръ рожденъ и тьлѣньнъ соущь рекоша. д҃шю же неро||женоу и бесъмьртьноу. (εἶδος) КЕ XII, 250 251; вѣси ли прѣподобниче кто ѥсмь азъ. занѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και … Dictionary of Greek
όραση — Η αίσθηση της αντίληψης του φωτός. Το σύστημα υποδοχής του ερεθίσματος (φως) εδρεύει στο μάτι, για την ακρίβεια στον αμφιβληστροειδή. Το μάτι στο σύνολό του συμπεριφέρεται σαν σκοτεινός θάλαμος φωτογραφικής μηχανής, σχηματίζοντας την εικόνα επάνω … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Κριτόδημος — (3ος ή 2ος αι. π.Χ.). Αστρολόγος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, εκτός από το ότι έζησε στην Αλεξάνδρεια. Αναφέρεται ότι είχε γράψει το βιβλίο Όρασις, το περιεχόμενο του οποίου αφορούσε αστρολογικά προβλήματα … Dictionary of Greek