Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βράγχος

См. также в других словарях:

  • βράγχος — βράγχος, ο (Α) βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό και συγχρόνως όρο της τεχνικής ορολογίας, άγνωστης ετυμολ. Χωρίς ισχυρή βάση παραμένει ο συσχετισμός με τον αόρ. βραχείν ηχήσαι, ψοφήσαι (Ησύχ.) (πρβλ. ήδη ομηρ. βράχε /… …   Dictionary of Greek

  • βραγχός — βραγχός, ή, όν (Α) [βράγχος] βραχνός, βραχνιασμένος …   Dictionary of Greek

  • Βράγχος — hoarseness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράγχος — hoarseness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραγχά — βραγχός hoarse neut nom/voc/acc pl βραγχά̱ , βραγχός hoarse fem nom/voc/acc dual βραγχά̱ , βραγχός hoarse fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραγχόν — βραγχός hoarse masc acc sg βραγχός hoarse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραγχούς — βραγχός hoarse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βράγχε — Βράγχος hoarseness masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράγχε — βράγχος hoarseness masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βράγχοι — Βράγχος hoarseness masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράγχοι — βράγχος hoarseness masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»