-
1 βραγχία
βραγχίᾱ, βραγχιάωpres imperat act 2nd sgβραγχίᾱ, βραγχιάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 βράγχια
-
3 βράγχια
-
4 βράγχια
-
5 βράγχια
βράγχιονfin: neut nom /voc /acc pl -
6 ἀμφι-βράγχια
ἀμφι-βράγχια, τά, die Gegend um die Mandeln, Hippocr.
-
7 βραγχιάσω
βραγχιά̱σω, βραγχιάωaor subj act 1st sg (attic doric)βραγχιά̱σω, βραγχιάωfut ind act 1st sg (attic doric)βραγχιά̱σω, βραγχιάωaor ind mid 2nd sg (attic doric) -
8 βραγχιάτην
βραγχιά̱την, βραγχιάωimperf ind act 3rd dual (homeric ionic) -
9 βράγχι'
βράγχια, βράγχιονfin: neut nom /voc /acc pl -
10 solungaç
βραγχια, σπάραχνο -
11 βράγχος
Grammatical information: m.Meaning: `hoarseness, angina' (Hp.),Other forms: also βάραγχος (Hippon.), βράγχη f. (Xenocr.) `id.' and βραγχία ἡ περιτράχηλος ἀλγηδών H.Derivatives: βραγχαλέος `hoarse' (Hp.), βραγχός `id.' (AP). - βραγχάω, βραγχιάω `have a sore throat' (Arist.); βραγχιάζοισθε πνίγοισθε H. - Separate βράγχια pl. `gills of fishes, bronchial tubes', also βαράγχια, βαράχνια (Hdn.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The resemblance with βρόγχος `windpipe' may have caused the transition of the meaning of βράγχια. Fur. 128 connects βραχώδης τραχύς H. and βρακίας τραχεῖς τόπους H. (and βαρακινῃ̃σιν ἀκάνθαις. σκόλοψι H.); this gives βρακ-\/ βραχ-\/ βραγχ-, variations that are typical Pre-Gr. The aorist βραχεῖν `rattle, clash' (Johansson KZ 36, 345f.) may also be connected: produce a raw sound. The secondary vowel of βάραγχος (Schwyzer 278, 831) is phonetically easy, but also frequent in Pre-Gr. words (Fur. 378-385). - Outside Greek one adduces OIr. brong(a)ide `hoarse' (Fick 2, 186). -Page in Frisk: 1,262Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βράγχος
-
12 жабры
-
13 branchiae
-
14 raucio
-
15 βρόγχια
-
16 βράγχιον
βράγχιον, τό, Floßfeder; πτέρωμα βραγχίου Ael. H. A. 16, 12; s. βράγχια.
-
17 βράγχος [2]
-
18 ακαλυπτος
2(κᾰ) неприкрытый, непокрытый(ἄγος Soph.; βράγχια Arst.: κεφαλή Plut.)
ἀ. βίος Men. — бездомная жизнь -
19 αντι
1) вместо(ἀ. γάμοιο τάφον ἀμφιπονεῖσθαι Hom.; τι ἀ. τινος μεταλαμβάνειν Thuc.; ἀ. πλεύμονος βράγχια ἔχειν Arst.)
2) наравне, подобно, какἀ. κασιγνήτου Hom. — вроде брата;
ἀ. τῶν ἀργυρωνήτων Dem. — на положении купленных рабов;ἀ. παντὸς ἔχειν Plut. — ценить превыше всего3) взамен, в обмен на(τι ἀ. τινος ἀμείβειν Pind.)
ὀφθαλμὸν ἀ. ὀφθαλμοῦ NT. — око за око4) ради, из-за(ἀ. παίδων ἱκετεύεσθαι Soph.)
5) вследствиеἀ. τίνος ; Lys. и ἀ. τοῦ ; Xen. — отчего?, почему?
6) сравнительно с, по отношению кαἱρεῖσθαί τι ἀ. τινος Isocr., Dem. — оказывать чему-л. предпочтение перед чем-л.;
ἓν ἀνθ΄ ἑνός Plat. — сопоставив все со всем, т.е. взвесив все обстоятельства7) кроме, помимо(τίς ἄλλος ἀ. τούτου; Arph.)
οὔτις ἄλλος ἀ. ἐμοῦ Aesch. — никто, кроме меня -
20 καταστελλω
1) приводить в порядок, поправлять(πλόκαμον Eur.)
2) одевать, убирать, наряжатьκ. τινὰ τὰ περὴ τὼ σκέλη Arph. — надевать на кого-л. ножные украшения
3) прижимать, закрывать(τὰ βράγχια Plut.)
4) успокаивать, сдерживать, унимать(τοσοῦτον οἶκτον Eur.; τοὺς νέους Plut.; τέν ταραχήν Sext.; τὸν ὄχλον NT.). - см. тж. κατεσταλμένος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βραγχία — βραγχίᾱ , βραγχιάω pres imperat act 2nd sg βραγχίᾱ , βραγχιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράγχια — Όργανα κατάλληλα για την αναπνοή μέσα στο νερό, επειδή έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν το οξυγόνο του αέρα που βρίσκεται στο νερό. Β. έχουν όλα τα υδρόβια ζώα. Στα ψάρια, τα β. έχουν ελασματοειδή μορφή και περικλείονται σε ειδικούς θαλάμους … Dictionary of Greek
βράγχια — τα τα αναπνευστικά όργανα πολλών υδρόβιων ζώων, τα σπάραχνα των ψαριών: Από τα βράγχια καταλαβαίνουμε αν τα ψάρια είναι φρέσκα ή μπαγιάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βράγχια — βράγχιον fin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραγχιάσω — βραγχιά̱σω , βραγχιάω aor subj act 1st sg (attic doric) βραγχιά̱σω , βραγχιάω fut ind act 1st sg (attic doric) βραγχιά̱σω , βραγχιάω aor ind mid 2nd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραγχιάτην — βραγχιά̱την , βραγχιάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράγχι' — βράγχια , βράγχιον fin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
ιχθυολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία, τον βιολογικό κύκλο και τις συνήθειες των ψαριών. Τα πρώτα αξιόλογα γραπτά κείμενα στον τομέα της ι. έγραψαν τον 16o αι. οι Πιερ Μπελόν, Ιπόλιτο Σαλβιάνι και Γκιγιόμ… … Dictionary of Greek
αβράγχιος — α, ο [βράγχια] 1. ο δίχως βράγχια 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που δεν έχει καταφανή βράγχια … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek