Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βρώματα

См. также в других словарях:

  • βρώματα — βρώ̱ματα , βρῶμα that which is eaten neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • брашьно — БРАШЬН|О (427), А с. 1.Пища, еда: Простѣишааго въ всемь ишти. и въ брашьнѣ и въ одежди. Изб 1076, 30 об.; варламъ... пребысть же на мѣ||стѣ томь сѣд˫а... ни брашьна же въкоуша˫а ни въ одежю облечесѩ. ЖФП XII, 34в г; рече ст҃ыи николаѥ имаши ли… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • VENTER — a Graec. εντερον, quia intestinorum locus est: pessimum corporum vas, instat ut creditor et saepius die appellat, Huius gratiâ praecipue avaritia expetrtur: huic luxuria conditur: huic navigatur ad Phasini: huic profundi vada exquiruntur. Et nemo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έφαλμος — έφαλμος, ον (Α) ποτισμένος με άλμη, αλατισμένος, αλμυρός («ἔφαλμα βρώματα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλμη (< ἅλς «θάλασσα»)] …   Dictionary of Greek

  • επιστύφω — ἐπιστύφω (Α) 1. (για φαγητά) προκαλώ το αίσθημα τού στυφού («ἐπιστύφοντα βρώματα») 2. ενοχλώ («τραχύτητας, ἐπιστυφούσας τήν άκοήν») 3. κατηγορώ, ελέγχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στύφω «κάνω κάτι στυφό»] …   Dictionary of Greek

  • εύοψος — εὔοψος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών 2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν …   Dictionary of Greek

  • καρδιοβόλος — καρδιοβόλος, ον (Α) αυτός που προσβάλλει την καρδιά ή το στομάχι (α. «καρδιοβόλα φάρμακα» β. «καρδιοβόλα βρώματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιο βόλος, πυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • μάματα — και μάμματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάματα ποιήματα, βρώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ. μακεδον.) τής λ. μάγματα* (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν* «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)] …   Dictionary of Greek

  • πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… …   Dictionary of Greek

  • πολυβρώματος — ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά βρώματα, από πολλά φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρώματος (< βρῶμα < θ. βρω τού βιβρώσκω)] …   Dictionary of Greek

  • συκίζω — Α [σῡκον] (κυρίως το παθ.) συκίζομαι τρέφομαι με σύκα («βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»