-
41 ΑἸΠύς
ΑἸΠύς, εῖα, ύ, hoch, tief, jäh, steil; Hom. oft, z. B. ὄρος Il. 2, 603, κολώνη 2, 811, πέτρη Od. 3, 293, Ὄλυμπος Il. 5, 367, Σκῠρος 9, 668, Ἴλιον 15, 71, πτολίεϑρον 2, 538, τεῖχος 6, 327; βρόχος Od. 1 l, 278; – ὄλεϑρος Il. 6, 57 u. oft, φόνος Od. 4, 843, χόλος Il. 15, 223, πόνος Il, 1 6, 651; αἰπύ οἱ ἐσσεῖται – νῆας ἐνιπρῆσαι Il. 13, 317 vgl. Scholl. Aristonic. Zenodot schrieb Iliad. 3, 364. 15, 192 οὐρανὸν αἰπύν, Aristarch εὐρύν, s. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. p. 168; – οὐρανὸς αἰπύς Soph. Ai. 832; – ἀκρέμων Antiph. 8 (IX, 256); – Hes. Th. 682 ἰωή, 589 δόλος; – Pind. Ol. 11, 44 ϑάνατος, frgm. 252 σκότος; – Agath. 70 (XI, 354) αἰπυτάτη σοφίη, sehr tiefe Weisheit.
-
42 βροχίς
-
43 αὐχενιστήρ
αὐχενιστήρ, βρόχος, Strick zum Erhenken, Lycophr. 1100.
-
44 ἀμφι-τόρνωτος
ἀμφι-τόρνωτος, rund gedreht, βρόχος Lyc. 704.
-
45 ἀγχόνειος
-
46 ἈΓΧόνη
ἈΓΧόνη, ἡ, das Erdrosseln, Erhenken, τέρμα ἀγχόνης, dem φάος βλέπειν gegenüber, Aesch. Eum. 716; oft bei Eur. bes. im plur., z. B. βραχίονος ἀγχόναισιν ἐξελεῖν λέοντα, mit den Armen ihn erdrosseln, Herc. f. 153; βρόχος ἀγχόνης Hippol. 802; auch der Strick selbst, ἐν ἀγχόναις ϑάνατον ἔλαβε Hel. 201; vgl. Hippol. 776. Zu merken sind Wendungen wie ἔργα κρείσσον' ἀγχόνης Soph. O. R. 1374, die nicht mit dem Erhenken gebüßt werden; ταῦτ' οὐχὶ δεινῆς ἀγχόνης ἐστ' ἄξια Eur. Bacch. 246; wofür Ar. kurz sagt: ταῠτα δῆτ' οὐκ ἀγχόνη; ist das nicht zum Erhenken? Ach. 125; ἀγχόνη ἂν γένοιτο τὸ πρᾶγμα αὐτοῖς, das wurde ihnen die Kehle zuschnüren, Luc. Tim. 45. Dah. übh. Angst u. Qual, ἀγχ. καὶ λύπη τούτῳ ἦν Aesch. 2, 38. – Sonst in Prosa bei Plut. u. Sp. (VLL. machen einen Accentunterschied: ἀγχονή, das Erhenken, ἀγχόνη, der Strick, der sich in den mss. nicht beobachtet findet.)
-
47 ἐν-αυχένιος
ἐν-αυχένιος, βρόχος, um den Hals, Antp. Sid. 84 (VII, 493).
-
48 αβροχος
21) неорошенный, безводный или засушливый(πεδία Eur.)
2) не окунутый в воду, сухой(μόλιβος Anth.)
μία μοι ἄγκυρα ἔτι ἄ. погов. Luc. — есть у меня еще один сухой якорь, т.е. еще одно неиспробованное средство;ἄβροχον διαβιβάζειν στρατόν Luc. — переправить войско по-суху3) не впадающий в море(ὕδωρ = Ἀλφειὸς ποταμός Anth.)
-
49 αγχονιος
-
50 αιπυς
- εῖα -ύ1) высоко вздымающийся, высокий; крутой; отвесный(ὄρος, πέτρη, τεῖχος Hom.)
ὅ αἰ. ούρανός Soph. — небесная высь;βρόχος αἰ. Hom. — отвесно висящая петля;αἰπυτάτου ἐπ΄ ἀκρέμονος Anth. — на самой высокой ветке2) стремительный, быстрый(ὄλεθρος, φόνος Hom.; θάνατος Pind.)
3) бурный, яростный(χόλος Hom.)
4) глубокий(σκότος Pind.; σοφίη Anth.)
αἰπεῖα ἰωή Hes. — глухой шум;ὁρμαίνων δόλον αἰπὺν ἐνὴ φρεσίν HH. — глубоко в душе замышляя хитрость5) трудный, тяжелый(πόνος Hom.)
αἰπύ οἱ ἐσσεῖται Hom. — трудно ему будет -
51 αμφιβροχος
-
52 βροχις
-
53 διαβροχος
21) орошаемый(ἄγκος ὕδασι διάβροχον Eur.)
2) влажный, полный слез(ὄμμα Eur.)
3) влажный, сырой(γῆ Arst.; τόπος Polyb., Plut.)
4) протекающий, давший течь или отсыревший(νῆες Thuc.)
5) смоченный, вымоченный(ὄξει Plut.)
6) пропитанный или покрытый(αἵματι Plut.)
τῇ μέθῃ δ. Luc. — совершенно пьяный7) размокшийδ. τῷ ἔρωτι ирон. Luc. — размякший от любви -
54 εμβροχη
Iἥ [ἐμβρέχω] примочка, припарка(ἐ. καὴ κατάπλασμα Plut.)
IIἥ [βρόχος] веревка с петлей Luc. -
55 εναυχενιος
-
56 ευβροχος
-
57 μιτωδης
-
58 παναφυκτος
-
59 πολυβροχος
-
60 петля
1. тех. ο βρόχος 2. (сложенная кольцом и завязанная часть нитки, верёвки, концы которой можно затянуть) η θηλιά, ο κόμπος 3. (двери, крышки) η άρθρωση, ο μεντεσές (ξεν.). дверная - της θύρας/πόρτας 4. ав. (мёртвая петля) η ανακύκλωσηразг. το λούπιγκ (ξεν.)5. (для застегивания) η κουμπότρυπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > петля
См. также в других словарях:
βρόχος — noose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek
βροχός — (I) ο [βρόχος] 1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι 2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος. (II) ο [βρέχω] λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής … Dictionary of Greek
βρόχος — ο 1. σχοινί με θηλιά στη μια άκρη, που χρησιμοποιείται ως αγχόνη: Παλαιότερα, απαγχόνιζαν πολλούς κατάδικους περνώντας στο λαιμό τους έναν τεράστιο βρόχο. 2. όργανο για να πιάνουν άγρια ζώα, λάσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόχω — βρόχος noose masc nom/voc/acc dual βρόχος noose masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοι — βρόχος noose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοις — βρόχος noose masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισι — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισιν — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχον — βρόχος noose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχου — βρόχος noose masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)