-
1 ευβροχος
-
2 ἐΰβροχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐΰβροχος
-
3 εύβροχον
-
4 εὔβροχον
-
5 εύβροχον
-
6 ἐύβροχον
См. также в других словарях:
εΰβροχος — ἐΰβροχος, ον (Α) (για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος] … Dictionary of Greek
εὔβροχον — εὔβροχος masc/fem acc sg εὔβροχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύβροχον — ἐύβροχος well noosed masc/fem acc sg ἐύβροχος well noosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)