-
1 петля
1. тех. ο βρόχος 2. (сложенная кольцом и завязанная часть нитки, верёвки, концы которой можно затянуть) η θηλιά, ο κόμπος 3. (двери, крышки) η άρθρωση, ο μεντεσές (ξεν.). дверная - της θύρας/πόρτας 4. ав. (мёртвая петля) η ανακύκλωσηразг. το λούπιγκ (ξεν.)5. (для застегивания) η κουμπότρυπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > петля
-
2 аркан
арканм τό λάσσο, ὁ βρόχος. -
3 скользящий
скользящий1. прич. от скользить·2. прил (не фиксированный) γλιστερός, ὁλισθαίνων:\скользящий узел ὁ βρόχος, τό λάσσο. -
4 тенета
тенетамн. ὁ βρόχος, τό βρόχι. -
5 loop
[lu:p] 1. noun1) (a doubled-over part of a piece of rope, chain etc: She made a loop in the string.) θηλιά2) (a U-shaped bend in a river etc.) βρόχος, στροφή3) (IUD; a contraceptive device used by women.) σπιράλ2. verb(to fasten with, or form into, a loop or loops: He looped the rope round a post.) δένω με κουλούρα -
6 noose
[nu:s]1) (a loop in rope, wire etc that becomes tighter when pulled.) θηλειά2) (such a loop in a rope used for hanging a person.) θηλειά,βρόχος -
7 лассо
ουδ. άκλ. λάσσο, βρόχος, παγίδα για ζώα. -
8 мёртвый
επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы1. νεκρός, πεθαμένος•-ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•
приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.
2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•мёртвый вид νεκρική όψη•
-ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•
на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•
мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•
-ые знания νεκρές γνώσεις•
-ые краски εξίτηλα χρώματα.
3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.εκφρ.- ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•- ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•- ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.4. (αερπ.) το λούπιγκ•- ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•- ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•- ая природа – νεκρή φύση•- ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά. -
9 очко
-а, γεν. πλθ. -ов ουδ.1. (αθλτ., παιγνίδια) πόντος, βαθμός. || σημάδια μονάδων στα ζάρια, στιγμή.2. είδος χαρτοπαίγνιου.3. οπή, τρύπα•очко улья οπή της κυψέλης.
|| βρόχος, το μάτι του διχτιού.4. μάτι, οφθαλμός φυτών.εκφρ.дать десять -бв вперд- – ξεπερνώ κατά πολύ. -
10 силок
-лка α. βρόχος, βρόχι. -
11 Cord
subs.P. and V. δεσμός, ὁ, κάλως, ὁ, πεῖσμα, τό (Plat.), P. σπάρτον, τό, Ar. and P. τόνος, ὁ, V. πλεκτή, ἡ, ἀρτάνη, ἡ; see Rope.Small cord: Ar. σπαρτίον, τό.Noose: P. and V. βρόχος, ὁ.Cord for supporting a bed: Ar. κειρία, ἡ.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cord
-
12 Gin
subs.Snare: P. and V. ἄρκυς, ἡ (Plat.), πάγη, ἡ (Plat.), δίκτυον, τό (Xen. also Ar.), βρόχος, ὁ (Plat.), P. θήρατρον, τό (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gin
-
13 Halter
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Halter
-
14 Loop
subs.Use P. and V. βρόχος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Loop
-
15 Mesh
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mesh
-
16 Net
subs.For fishing: P. and V. δίκτυον, τό (Plat.).For hunting: P. and V. δίκτυον, τό (Plat.), βρόχος, ὁ (Plat.), ἄρκυς, ἡ (Plat.), V. ἀμφίβληστρον, τό, ἄγρευμα, τό.met., V. ἄρκυς, ἡ, ἄγρευμα, τό; see also Toils.The man is caught in the net: V. ἁνὴρ ἐς βόλον καθίσταται (Eur., Bacch. 847; cf., Rhes. 730).Being caught within the net of fate: V. ἐντὸς... οὖσα μορσίμων ἀγρευμάτων (Æsch., Ag. 1048).He hath escaped from the midst of the net: V. ἐκ μέσων ἀρκυστάτων ὤρουσεν (Æsch., Eum. 112). Surround mith a net, v.: P. περιστοιχίζεσθαι, V. περιστιχίζειν.——————v. trans.P. and V. αἱρεῖν, P. συμποδίζειν.——————adj.Clear of deduction: P. ἀτελής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Net
-
17 Noose
subs.met., noose for hanging: Ar. and V. ἀγχόνη, ἡ (rare P.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Noose
-
18 Rope
subs.P. and V. κάλως, ὁ, πεῖσμα, τό (Plat.), δεσμός, ὁ, P. σπάρτον, τό, Ar. and P. τόνος, ὁ, καλώδιον, τό, V. ἀρτάνη, ἡ, πλεκτή, ἡ.Noose: P. and V. βρόχος, ὁ.Rope for mooring: V. χαλινωτήρια, τά, πρυμνήσια, τά.Sheet: Ar. and V. πούς, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rope
-
19 Snare
subs.P. and V. πάγη, ἡ (Plat.).Net: P. and V. ἄρκυς, ἡ (Plat.), δίκτυον, τό (Xen. also Ar.), βρόχος, ὁ (Plat.); see also Net, Trap, Toils.Ambush: P. ἐνέδρα, ἡ, V. λόχος, ὁ.Lay a snare for: P. ἐνεδρεύειν (acc.), ἐλλοχᾶν (acc.), V. λοχᾶν (acc.).——————v. trans.Lie in wait for: P. ἐνεδρεύειν (acc.), V. λοχᾶν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Snare
-
20 Toils
subs.Snare: P. and V. πάγη, ἡ (Plat.).met., P. and V. ἀρκύς, ἡ (Plat.), δίκτυον, τό (Xen. also Ar.), βρόχος, ὁ (Plat.).Trap: P. θήρατρον, τό (Xen.); see Snare.met., V. ἀρκύς, ἡ, ἄγρευμα, τό; see also Net.In the toils of justice: V. τῆς δίκης ἐν ἕρκεσιν (Æsch., Ag. 1611).In the midst of the toils: V ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις (Soph., El. 1476).I drove him into the toils of woe: V. εἰσέβαλλον εἰς ἕρκη κακά (Soph., Aj. 60).Rushing into the meshes of the toils: V. ἐσπεσοῦσα δικτύων βρόχους (Eur., Or. 1315).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Toils
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βρόχος — noose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek
βροχός — (I) ο [βρόχος] 1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι 2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος. (II) ο [βρέχω] λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής … Dictionary of Greek
βρόχος — ο 1. σχοινί με θηλιά στη μια άκρη, που χρησιμοποιείται ως αγχόνη: Παλαιότερα, απαγχόνιζαν πολλούς κατάδικους περνώντας στο λαιμό τους έναν τεράστιο βρόχο. 2. όργανο για να πιάνουν άγρια ζώα, λάσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόχω — βρόχος noose masc nom/voc/acc dual βρόχος noose masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοι — βρόχος noose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοις — βρόχος noose masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισι — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισιν — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχον — βρόχος noose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχου — βρόχος noose masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)