Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βρόταχος

См. также в других словарях:

  • βρόταχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτάχους — βρόταχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόταχον — βρόταχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • brotac — BROTÁC, brotaci, s.m. (zool.) Broatec. – Probabil refăcut din brotăcel (după modelul lui gândac – gândăcel etc.). Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  BROTÁC s. 1. v. brotăcel. 2. broască. 3. călcâi. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa …   Dicționar Român

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»