-
1 βροτούς
βροτόςmortal man: masc acc pl -
2 βρότους
βρότοςblood that has run from a wound: masc acc pl -
3 σφάλλω
Aσφᾰλῶ Th.7.67
: [tense] aor. 1 ἔσφηλα, [dialect] Ep.σφῆλα Od.17.464
, [dialect] Dor.ἔσφᾱλα Pi.P.8.15
: but the intrans. , Si.13.22, Am.5.2, opt. σφάλαι ib.Jb. 18.7, are prob. forms of a Hellenistic [tense] aor. 1 Εσφᾰλα (presupposing Εσφᾰλον as ἦλθα presupposes ἦλθον, etc.): [tense] pf.ἔσφαλκα Plb.8.9.2
:— [voice] Pass., [tense] fut.σφᾰλήσομαι S.Tr. 719
, 1113, Th.3.14, etc.; freq. in med. form σφᾰλοῦμαι, S.Fr. 588, X.Smp.2.26: [tense] aor. ἐσφάλην [ᾰ] Alc.Supp. 27.13 (prob.), Hdt.4.140, Th.8.24, etc.; ἐσφάλθην only in Gal.5.62: [tense] pf. , Pl.Cra. 436c: [tense] plpf.ἔσφαλτο Th.7.47
:— make to fall, overthrow, properly by tripping up, trip up in wrestling, ;οὐδ' ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Od.17.464
;Ἕκτορα Pi.O.2.81
;ἀλλάλους σφάλλοντι παλαίμασι Theoc.24.112
; [ πώλους] E.Hipp. 1232;γόνυ τινός Id.Heracl. 128
;τινὰ γνύξ A.R.3.1310
;τινὰ ἐπὶ τὴν γῆν D.S.14.23
; τὸ μὴ ὑπερπίνειν ἧττον ἂν καὶ σώματα καὶ γνώμας ς. X.Cyr.8.8.10, cf. 1.3.10 ([voice] Pass.); σ. ναῦς throw them on their beam-ends, Plu.Them.14, cf. Polyaen.3.11.13; [ ἵπποι] ἔσφηλαν (gnomic [tense] aor.) τὸν ἀναβάτην throw him, X.Eq.3.9:—[voice] Pass., to be tripped up,Φρυνίχου παλαίσμασιν Ar. Ra. 689
(troch.); of a drunken man, σφαλλόμενος προσέρχεται reeling, staggering, Id.V. 1324, cf. Heraclit. 117;σ. ὑπὸ οἴνου X.Lac.5.7
, cf. AP11.26 (Marc. Arg.);σ. ἵππος Plu.Phil.18
; σ. [ ἱππεύς] is thrown, X. Eq.7.7.II generally, cause to fall, overthrow,βία καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν Pi.P.8.15
;ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σ. τινά Hdt.7.16
.ά; σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς S.El. 416
;σφάλλω.. ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα E.Hipp.6
; [ὀργὴ] πλεῖστα.. σ. βροτούς Id.Fr.31
; ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀπειρία σ. τινά, Th.1.122, 2.87: abs.,ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν E.Hipp. 262
(anap.): also of things,ἁμαρτίαι σ. τὴν σωτηρίαν S.Fr. 192
;δειναὶ τύχαι σ. δόμους E.Med. 198
(anap.);σ. τὰς πόλεις Th.3.37
, etc.;σ. δίκαν E.Andr. 780
(lyr.); σφάλλων, name of a throw of the dice, Eub.57.5 (s. v.l.):—[voice] Pass., to be overthrown, fall, esp. of persons falling from high fortunes,σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Chaerem. 26
, cf. S.Tr. 297, 719, E.Fr.262.2, etc.; ἢν σφαλῇ [ ἡ Ἑλλάς] Hdt.7.168; ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, opp. κατορθοῦν, Th.1.140, cf. Ar. Ra. 736 (troch.), Pl. 351;σφαλλομένους ἐπανορθῶν X.Mem.2.4.6
;ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Th.2.87
, cf. 43; ὑπὸ νόσων, ἐρώτων, μέθης ἐσφαλμένος, Pl.R. 396d; ὑπὸ χρόνων τι ς. suffer from length of time, Id.Lg. 769c: c. dat. modi,σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Th.6.10
;τοῖς ἀγῶσι Id.7.61
;τοῖς ὅλοις Plb.1.43.8
: with a Prep.,ἐν τῇ μάχῃ X. HG7.2.2
, cf. Hdt.7.50;τι ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg. 461d
; ;περί τινος Plu.2.164c
: with neut. Adj.,σφάλλεσθαι ἓν μέγα Pl.Lg. 648e
; ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ' ἐσφάλη this mishap took place by means of.., S.Aj. 1136; οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί I shall not fail in thy business, Id.Tr. 621.III baffle, balk, frustrate, of an oracle, Hdt.7.142;θεὰ ἤδη μ'.. ἔσφηλεν S.Aj. 452
, cf. E.Alc.34 (anap.), Andr. 223; ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν ς. Aeschin.3.125:— [voice] Pass., err, go wrong, be mistaken,κατὰ γνώμην Hdt.7.52
: abs., S.El. 1481, E.IA 1541, etc.; μῶν ἐσφάλμεθ'; am I mistaken? Id.Andr. 896;ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Isoc.1.32
;γνώμῃ σφαλέντες Th.4.18
; διανοίᾳ ς. Pl.Sph. 229c; so σ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμόν, Clearch.23, Plu. Sull.15: c. inf., οὐκ ἂν σφαλείη.. ἑλέσθαι be led astray into choosing, Id.2.711b.2 [voice] Pass. also, c. gen. rei, to be balked of or foiled in a thing, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; A.Eu. 717; γάμων, δόξης, τύχης, E.Or. 1078, Med. 1010, Ph. 758;τῆς δόξης Th.4.85
;τοῦ αὐχήματος Id.7.66
, cf. 5.110;οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Pl.Cra. 436c
;τῶν πραγμάτων ᾗ ἔχει Id.Hp.Mi. 372b
; ἀνδρός lose him, S.Tr. 1113;τοῦ παντός Plu.Brut.20
:— σφάλλειν τινὰ ἀπ' ἐλπίδος cast him down from his hope, Luc.Dem.Enc.29. -
4 συν-αρμόζω
συν-αρμόζω, att. συναρμόττω, zusammenfügen, -passen, verbinden, vereinigen; Λυγκεῖ φρενῶν καρπὸν εὐϑείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ, Pind. N. 10, 12; πάντας ἤδη τόδ' ἔργον εὐχερείᾳ συναρμόσει βροτούς, Aesch. Eum. 471; ξυνάρμοσον βλέφαρά μου τῇ σῇ χερί, Eur. Phoen. 1460; u. in Prosa: ξυναρμόττων τοὺς πολίτας πειϑοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, Plat. Rep. VII, 519 e; συναρμόσας ἀπὸ τοῦ ϑεῖν καὶ ἅλλεσϑαι τὸ ὄνομα, Crat. 414 b; οἱ ξυναρμοσϑέντες δεσμοί, Tim. 81 d; u. med., τὰ διαφέροντα κάλλει σωμάτων γένη συναρμόσασϑαι, Tim. 53 e; συναρμόξατο, Tim. Locr. 99 a; Thuc. 4, 100; συναρμοσϑέντες κατὰ τοῠτον τὸν τρόπον, Pol. 1, 26, 16. – Von Künstlern, die aus angemessener Verbindung der Theile ein schönes Ganzes bilden, bes. vom Tonkünstler, componiren, Sp. – Intrans., zusammenpassen, angemessen sein, übereinstimmen, mit Einem, τινί, οὐδὲ ξυναρμόττουσιν Mem. 2, 6, 24; συναρμόζουσαι γυναῖκες, Xen. Cyr. 7, 5, 60; Sp., wie Luc. hist. conscr. 55.
-
5 τοί
τοί, enklit. Partikel, 1) eigtl. ein alter dat. statt τῷ, darum, demnach, aus etwas Vorhergegangenem folgernd u. daran anknüpfend; so nur in Zusammensetzgn, τοίνυν, τοιγάρ, s. Nägelsbach Anmerk. zur Il. exc. 2. – 2) bekräftigend, freilich wohl, ja, doch u. dgl.; im Deutschen nicht überall unmittelbar wiederzugeben; oft bei Hom., auch den Nachsatz bezeichnend, Il. 22, 488; πολύ τοι φέρτιστον, Pind. frg. 92; oft bei den Tragg., μή τοί με κρύψῃς, Aesch. Prom. 626; ἤ τοι oft; bes. wenn eine allgemeine Sentenz ausgesprochen wird, der dadurch ein Nachdruck gegeben wird, τὸ συγγενές τοι δεινόν, 39; τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ τὸ λοιπὸν ἄλγος προὐξεπίστασϑαι, 700, u. sonst; ἀνδρί τοι χρεὼν μνήμην προςεῖναι, Soph. Ai. 516; πολλά τοι σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη βροτούς, El. 407; vgl. Valck. zu Eur. Phoen. 1455 Porson Hecub. 232 Heindorf zu Plat. Prot. 597; Xen. An. 6, 3, 24, u. sonst auch in Prosa, Plat. Rep. I, 330 b 343 a; πρὸς σέ τοι ἤλϑομεν, Prot. 318 b; ἐπ' αὐτό γέ τοι τοῦτο πάρεσμεν, Gorg. 447 b. – Nägelsbach a. a. O. führt das Wort in dieser Bdtg auf den Dativ σοί, entl. τοί zurück, dir, sag' ich dir, wodurch sowohl Trost u. Beruhigung, als Zurechtweisung, Belehrung ausgedrückt wird. – Die Verbindungen mit andern Partikeln sind besonders erwähnt; γάρ τοι, s. γάρ; ἀλλά – γάρ τοι, Soph. Phil. 81; auch εἰ γάρ τοι, Od. 17, 513; οὐ γάρ τοι, 21, 172; ἦ γάρ τοι, 16, 199; – μέν τοι, s. oben; – ἀλλά τοι, Soph. Trach. 1229; ἀλλ' ἴσϑι τοι, Ant. 469, u. öfter; – τοὶ ἄρα u. τοὶ ἆρα wird gew. in τἄρα u. τἆρα zusammengezogen.
-
6 κατ-ορθόω
κατ-ορθόω, aufrichten, gerade machen; κατόρϑωσον δέμας Eur. Hipp. 1445, wie Androm. 1080; vgl. Plat. Alc. I, 121 d; Sp.; gut einrichten, anordnen; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρϑωσαι φρενί Aesch. Ch. 505, da du es bei dir im Sinne recht beschlossen hast; Ggstz von σφάλλω, τοὺς βροτούς Soph. El. 408; aber ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου καὶ κατορϑοῦντος φρένα O. C. 1484 ist = der den Geist richtig hält, lenkt, aufrecht erhält, bei Verstande ist. – Gew. glücklich vollbringen, gut verrichten; εἰ κατώρϑωσε τὴν ὁδὸν ἣν ἐπ' ἐμὲ ἦλϑεν Dem. 24, 7; ἀγῶνα Lys. 18, 13; ὅταν κατορϑῶσι λέγοντες πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Plat. Men. 99 d; oft absolut, Glück haben, recht machen, τουτὶ κατωρϑώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Theaet. 203 b; vgl. Phil. 28 a; Ggstz von πταίειν, Thuc. 6, 12; von ἀτυχεῖν, διαφϑαρῆναι, Isocr. Pan. 48. 69. 97 u. öfter; εἰ κατορϑώσειεν Is. 8, 37; ἐφ' οἷς κατορϑώσαντες εὐφρανϑήσονται Aesch. 1, 191; τὸ κατορϑοῦν, das Glück, Dem. 2, 20 u. Folgende, wie τὸ κατορϑοῦν ἐν πράγμασι Pol. 10, 36, 1; τῇ μάχῃ κατώρϑωσεν, er siegte in der Schlacht, 2, 70, 6, τοῖς ὅλοις 3, 48, 2, öfter. – Pass. richtig, glücklich eingerichtet, ausgeführt werden; οὐ κατώρϑωται τέχνη Eur. Hipp. 680; κατορϑούμενα im Ggstz von σφαλέντα Thuc. 2, 65; γνόντες, ὅτι ἐπιϑυμίᾳ μὲν ἐλάχιστα κατορϑοῦνται, προνοίᾳ δὲ πλεῖστα 6, 13, medial; ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι τούτῳ καλῶς κατορϑουμένῳ Plat. Legg. II, 653 n; ξόανον κατωρϑωμένον, schön gearbeitet, Strab. IX, 396.
-
7 θρασύνω
θρασύνω (vgl. ϑαρσύνω), kühn machen, ermuthigen; βροτούς Aesch. Ag. 265; pass., πρὶν ὅρμῳ ναῦν ϑρασυνϑῆναι Suppl. 753, ehe das Schiff durch die Rhede Sicherheit erlangt; πλήϑει τὴν ἀμαϑίαν ϑρασύνοντες, durch die Menge gewannen sie trotz ihrer Unerfahrenheit Muth, Thuc. 1, 142. Häufig med. kühn, dreist sein u. handeln; διδάσκου μὴ ϑρασύνεσϑαι κακοῖς Soph. Phil. 1373; μηδὲν ϑρασύνου Eur. Hec. 1183; ϑρασυνόμενοι τὸν πόλεμον ἤγειραν, muthig, Plat. Legg. III, 685 c; tadelnd, ἀσελγαίνων καὶ ϑρασυνόμενος IX, 879 d; Thuc. 5, 142; ἐφ' οἷς ἐϑρασύναντο Isocr. 5, 23; ϑρασυνάμενος ὑπὲρ ἐμαυτοῦ 4, 12, freimüthig, dreist sprechen; πρός τι, gegen Etwas, Luc. pro merc. cond. 6; λαιμαργία ἀϑεότητι ϑρασυνομένη Plut. adv. Col. 3. – Bei Pol. 4, 31, 4 ist ϑρασύνειν τι = mit Etwas prahlen.
-
8 θερίζω
θερίζω, 1) die Sommersaat ( ϑέρος) mähen u. einernten, nach Moer. hellenistisch für ἀμᾶν; τὰς κριϑὰς ἐν τοῖς πεδίοις ἐϑέριζον Ar. Av. 506; τῶν ϑεριζόντων καὶ τῶν τρυγώντων Plat. Theag. 124 a; καρπόν Phaedr. 260 d; Xen. Hell. 7, 2, 8 u. Folgde. – Uebh. abmähen, abschneiden, τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥίπτει ϑερίσας Soph. Ai. 235, τραχήλους Eur. Suppl. 738; übh. tödten, wegtilgen, τὸν ἀρότοις ϑερίζοντα βροτοὺς ἐν ἄλ-λοις Aesch. Suppl. 629, sp. D. – Das med. braucht Ar. Plut. 515, καρπὸν Δηοῦς ϑερίσασϑαι. – 2) den Sommer zubringen, Ggstz von χειμάζω u. ἐαρίζω; Xen. An. 3, 5, 15; Arist. H. A. 8, 19; VLL., wie B. A. 43.
-
9 ἀγαπάζω
ἀγαπάζω, praes. u. impf für ἀγαπάω, lieben, liebreich behandeln, ϑεὸν ᾡδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄντην Il. 24, 464; ἀγαπάζοντι Pind. I. 4, 54; gew. liebreich empfangen, bewillkommnen, πατὴρ ὃν παῖδα Od. 16, 17, u. bes. med., ἀγαπαζόμενοι φιλέουσ' ὅς κ' ἄλλοϑεν ἔλϑῃ 7, 33. κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους 17, 35; μειλιχίοις λόγοις μιν ἀγαπά-ζοντο Pind. P. 4, 241. Sonst nur noch 81;. D.; vor. dor. ἀγαπάξαι, Stob. 35, 18.
-
10 ὁδόω
ὁδόω, den Weg zeigen, führen; οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χϑόνα, Aesch. Prom. 815; δυςτέκμαρτον εἰς τέχνην ὥδωσα βροτούς, 496, vgl. Ag. 169; übertr., ὅδωσον δυςϑανάτων κρατήρων πληρώματα, Eur. Ion 1050; übh. leiten, τὰ ἀπ' ὑμέων ὑμῖν χρηστῶς ὁδοῦται, Her. 4, 139. – Nach Hesych. im med. auch = πορεύομαι.
-
11 ἐφ-έλκω
ἐφ-έλκω (s. ἕλκω), ion. ἐπέλκω, heran-, herbeiziehen, schleppen; ναῦς δ' ἃς ἐφέλξω Eur. Cycl. 151; ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου φάος Ion 1149, hinterherziehen, wie ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον Her. 5, 12; οὐράς, nachschleppen, 3, 113; καλωδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα Thuc. 4, 26; κατὰ τὰς πρύμνας τῶν λέμβων ἐφέλκειν διενοοῦντο τοὺς ἵππους νέοντας Pol. 3, 43, 4; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran, Arist. H. A. 8, 24. Uebertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend, Eur. Herc. F. 777; ξυμφοράς Med. 552; αἴσϑησιν Plat. Phil. 95 e; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken, Thuc. 1, 42. – Häufiger im med. an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen, Il. 13, 597, a. D., wie Ap. Rh. 1, 1162; ἡμᾶς ἐφελκόμενοι Plat. Crat. 439 c; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen, Lys. 1, 13; τὴν ϑύραν, die Thür hinter sich anziehen, Luc. am. 16 u. a. Sp.; – übh. anziehen, eigentlich u. übertr., ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich, Od. 16, 294. 19, 13; ἐφέλκεται τὸ ὑργόν Tim. Locr. 102 a; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich, Eur. Med. 462; sich aneignen, τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen. Cyr. 8, 4, 32; Μοῠσαν ὀϑνείην Theocr. ep. 22, 4; – πόδες ἐφελκόμενοι, Il. 23, 696, sind nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; so vrbdt Plat. Legg. VII, 795 b χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται. Bei Her. sind οἱ ἐφελκόμενοι die Nachzügler, 3, 105. 4, 203; Pol. 5, 80, 2, der auch ἐφελκομένη καὶ καϑυστεροῦσα ἐπικουρία vrbdí, 9, 40, 2.
-
12 ἐν-σῑνής
ἐν-σῑνής, ές, beschädigt, ἐνσινέας τίϑησι βροτούς, Han. 2, 445. 4, 113.
-
13 ἐκ-λύω
ἐκ-λύω (s. λύω), 1) auslösen, erlösen; ὥσπερ ἐκ δεσμῶν Plat. Phaed. 67 d; befreien, τινὰ πόνων Aesch. Prom. 339; μόχϑων Eur. El. 1353; ἑαυτὸν ἐκ τοῠ κινδύνου Pol. 16, 6, 12, wie Plat. Phaed. 67 d. – Häufiger im med., σὲ κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω Od. 10, 286; ἐξελυσάμην βροτοὺς τοῠ μὴ μολεῖν Aesch. Prom. 235; eigtl., αὐτός τ' ἔδησα καὶ παρὼν ἐκλύσομαι Soph. Ant. 1099; μάχης τινά Tr. 21; φόβου O. R. 1003; ϑανάτου Eur. Andr. 818; τῆς ἀπορίας Plat. Lach. 194 c; Belagerte befreien, Xen. Hell. 7, 1, 25. – 2) auflösen, öffnen; ἁρμούς Eur. Hipp. 819 u. A.; στόμα Soph. Ai. 1204, Schol. λόγους ἀνιέναι; σκληρᾶς ἀοιδοῠ δασμόν, aufheben, O. R. 35, vgl. Trach. 651; ἐξελύσασϑε τὰς παρασκευὰς τοῦ πολέμου, ihr stelltet die Rüstungen ein, Dem. 18, 26; τὰς ταραχάς, endigen, Plut. Anton. 58. Dah. erschlaffen machen, entkräften, Arist. H. A. 9, 1; bes. im pass., ἐκλελυμένος πρὸς τὸν πόλεμον Isocr. 4, 150; ἐκλυϑέντα βέλη, matte, Luc. Nigr. 36, wie ἐκλυόμενος ὁ ῥοῦς Pol. 4, 43, 9; δάνειον, bezahlen, Plut. Caes. 12.
-
14 ἰάπτω
ἰάπτω, = ἰάλλω, senden, schicken, bes. von Geschossen, τόξοις ἰάπτων μηκέτ' εἰς ἡμᾶς βέλη Aesch. Ag. 496, vgl. Spt. 281; pass., 526; auch πρόσϑε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν, 507; übertr. ἰάπτει δ' ἐλπίδων ἀφ' ὑψιπύργων βροτούς Suppl. 90, Ag. 1528 τίς δ' ἐπιτύμβιον αἶνον ἐπ' ἀνδρὶ ϑείῳ σὺν δάκρυσιν ἰάπτων – πονήσει, nach Conj., das Lied ertönen lassen, wo Wellauer ἐπιτύμβιος αἶνος beibehalten hat, so daß ἰάπτων intr. zu nehmen, s. nachher; ä. ψόγον ἰάπτειν τινί Rhian. Stob. flor. 4, 34; bei Soph. ὀρχήματα ἰάπτειν Ai. 685 ch., die Tanzreigen in Bewegung setzen, schwingen, u. λόγοις ἰάπτων, mit Reden um sich werfen, mit beißenden Reden verletzen, 496. Vgl. Od. 2, 376 ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα κα-λὸν ἰάπτῃ, wie 4, 749, daß sie nicht weinend den schönen Leib entstelle, abhärme, wo schwerlich χεῖρας zu ergänzen ist, wie Passow erkl., die Hände gegen den schönen Leib schicken, d. i. Hand an den schönen Leib legen. Die Alten erkl. βλάπτειν, φϑείρειν, u. leiten es auch von ἴπτω ab; Lobeck, dem auch Ellendt lex. Soph. beistimmt, leitet es von ἅπτω ab. Bei sp. D. verletzen, beschädigen, kränken, ὥς μευ περὶ ϑυμὸς ἰάφϑη Theocr. 2, 82, vgl. 3, 17; ἰάπτομαι ἄλγεσιν ἦτορ Mosch. 4, 39; vgl. noch Ap. Rh. 2, 875 Qu. Sm. 3, 454; ἔγχος χρόα ἴαψεν, 6, 546. – Intr., = sich schnell bewegen, schweben, ist es Aesch. Suppl. 542 zu nehmen, ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας, wo man ἑαυτόν ergänzen kann; vgl. ἵημι.
-
15 θεριζω
1) убирать, косить, жать(σῖτον Her.; καρπόν Xen., Plat., med. Arph.; αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorgias ap. Arst.; ὃ ἂν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὴ θερίσει NT.)
ἥ ὥρα θερίσαι NT. — время жатвы2) ирон. грабить, опустошать(Ἀσίαν Plut.)
θερίζοντες λόγοι Plut. = θερίζων3) (о смерти, войне и т.д.) косить, губить(βροτούς Aesch.; βίον Eur.)
4) срезывать, отрубать, отсекать(κεφαλέν καὴ γλῶσσαν Soph.)
5) срывать, выдергивать(στάχυν Anth.)
6) проводить лето(ἐν τοῖς φυχροῖς Arst.)
ἔνθα θ. καὴ ἐαρίζειν λέγεται βασιλεύς Xen. — там ( в Сусе и Экбатане) царь, говорят, проводит лето и весну7) перен. пожинать, обретать, получать(ζωέν αἰώνιον NT.)
-
16 θρασυνω
1) придавать отвагу, делать смелым, ободрять(βροτούς Aesch.)
πλήθει τέν ἀμαθίαν θ. Thuc. — ободрять (свою) неопытность многочисленностью, т.е. успокаивать себя тем, будто неопытность может быть возмещена многолюдностью;θρασυνόμενοι τὸν πόλεμον ἤγειραν Plat. — (троянцы), осмелев, развязали войну;πρὴν ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι Aesch. — прежде чем корабль (= флот) не почувствует себя уверенным на рейде, т.е. не найдет для себя безопасной стоянки2) med.-pass. быть дерзким, надменным, наглым, вызывающе держать себя(μέ θρασύνεσθαι κακοῖς Soph.; θρασυνόμενοι τὰ φοβερὰ οὐχ ὑπομένουσιν Arst.)
μηδὲν θρασύνου Eur. — не будь дерзким;ἀσελγαίνων καὴ θρασυνόμενος Plat. — оскорбительно и нагло держащий себя3) med.-pass. дерзко говорить(ὑπέρ τινος Isocr. и ἐπί τινι Arph., Isocr., πρός τι Plut., Luc.)
4) хвастать, хвастливо выставлять напоказ(τὸ τῆς ἐλευθερίας ὄνομα Polyb.)
-
17 κατορθοω
1) выпрямлять(δέμας Eur.; τὰ μέλη τοῦ παιδός Plat.)
2) направлятьκατορθοῦντες φρένα Soph. — в здравом уме;
ἐπειδέ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. — поскольку ты решился действовать3) заставлять воспрянуть духом, ободрять(βροτούς Soph.)
4) успешно доводить до конца, благополучно завершать(τὸν ἀγῶνα Lys.; πολλὰ καὴ μεγάλα πράγματα Plat.; ὁδόν Dem.; περὴ πάντα Plut.)
οὐ κατώρθωται τέχνη Eur. — хитрость не удалась;ἃ κατορθούμενα μέν …, σφαλέντα δέ … Thuc. — в случае удачи этого …, в случае же провала …;τὸ κ. Arst., Dem., Polyb. — удача, успех;τουτὴ κατωρθώκαμεν περὴ ἐπιστήμης Plat. — этот вопрос о знании мы разрешили успешно5) одерживать верх, побеждать(τῇ μάχῃ Polyb.)
-
18 ξυναρμοζω
атт. συναρμόττω (дор. fut. συναρμόξω; pass.: aor. συνηρμόσθην, pf. συνηρμόσμην)1) прилаживать, пригонять друг к другуκεραία δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν καὴ ξυνήρμοσαν πάλιν Thuc. — распилив пополам и выдолбив брус, они вновь приладили друг к другу (обе его половины);
λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Her. — плотно пригнанные друг к другу камни;μέρη ξυναρμοσθέντο αὐτὰ αὑτοῖς Plat. — соразмерные друг с другом части;τὰ συνηρμοσμένα Dem. — стройное целое2) сочетать, соединять, связывать(εἰς ταὐτόν Plat.)
γυνέ συναρμοσθεῖσα Arst. — замужняя женщина;ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας συναρμόσαι Isocr. — связать воедино далекие друг от друга формы3) сколачивать, сбивать, строить(σκάφος Eur.)
σ. τι ἀπό τινος Plat. — составлять что-л. из чего-л.4) закрывать, смыкать(βλέφαρα χερί Eur.)
5) прикладывать(τι πρός τι Arst.; χείλεα στομάτεσσιν Anth.)
6) настраивать7) примирять друг с другом(τοὺς πολίτας Plat.)
ξ. πόλιν Plat. — умиротворять (приводить в порядок) государство8) приспособлять, подготовлять, приучать(βροτούς Aesch.)
πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen. — приспособившийся к текущим обстоятельствам9) столковываться, соглашаться(ἀλλήλοις Plat.)
10) тж. med.-pass. быть слаженным, хорошо подходить(γυνέ συναρμόζουσα Xen. - ср. 2)
τὰ συναρμόττοντα στοιχεῖα Plat. — хорошо подобранные составные части;ξ. εἰς ἅπαντα Plat. и συναρμόσασθαι ἅπαντι καιρῷ Diog.L. — подходить ко всему, годиться для всякого случая11) соединятьсяσ. τινὴ εἰς φιλίαν Xen. — сдружиться с кем-л.
-
19 συναρμοζω
атт. συναρμόττω (дор. fut. συναρμόξω; pass.: aor. συνηρμόσθην, pf. συνηρμόσμην)1) прилаживать, пригонять друг к другуκεραία δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν καὴ ξυνήρμοσαν πάλιν Thuc. — распилив пополам и выдолбив брус, они вновь приладили друг к другу (обе его половины);
λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Her. — плотно пригнанные друг к другу камни;μέρη ξυναρμοσθέντο αὐτὰ αὑτοῖς Plat. — соразмерные друг с другом части;τὰ συνηρμοσμένα Dem. — стройное целое2) сочетать, соединять, связывать(εἰς ταὐτόν Plat.)
γυνέ συναρμοσθεῖσα Arst. — замужняя женщина;ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας συναρμόσαι Isocr. — связать воедино далекие друг от друга формы3) сколачивать, сбивать, строить(σκάφος Eur.)
σ. τι ἀπό τινος Plat. — составлять что-л. из чего-л.4) закрывать, смыкать(βλέφαρα χερί Eur.)
5) прикладывать(τι πρός τι Arst.; χείλεα στομάτεσσιν Anth.)
6) настраивать7) примирять друг с другом(τοὺς πολίτας Plat.)
ξ. πόλιν Plat. — умиротворять (приводить в порядок) государство8) приспособлять, подготовлять, приучать(βροτούς Aesch.)
πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen. — приспособившийся к текущим обстоятельствам9) столковываться, соглашаться(ἀλλήλοις Plat.)
10) тж. med.-pass. быть слаженным, хорошо подходить(γυνέ συναρμόζουσα Xen. - ср. 2)
τὰ συναρμόττοντα στοιχεῖα Plat. — хорошо подобранные составные части;ξ. εἰς ἅπαντα Plat. и συναρμόσασθαι ἅπαντι καιρῷ Diog.L. — подходить ко всему, годиться для всякого случая11) соединятьсяσ. τινὴ εἰς φιλίαν Xen. — сдружиться с кем-л.
-
20 θερίζω
A (lyr.): [tense] fut. [dialect] Att. : [tense] aor. (anap.), syncop. (cf. ἀποθρίζω); poet.ἐθέρισσα AP9.451
; later (subj.)ἐκθερίξω Anacreont. 9.7
:—[voice] Med.(v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐθερίσθην: [tense] pf. τεθέρισμαι (v. infr.): ([etym.] θέρος):—do summer-work, mow, reap, σῖτον, κριθάς, Hdt.4.42, Ar.Av. 506, etc.: abs., harvest, Phld.Mus.p.71 K.: freq. metaph., joined withσπείρω, αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorg.Fr. 16
D., cf. Plu.2.394e;ἡ ῥητορικὴ καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζει Pl.Phdr. 260d
;οὐκ ἔστι μὴ σπείραντα θερίσαι κάρπιμα Epigr.Gr.1039.15
:— [voice] Med.,καρπὸν Δηοῦς θερίσασθαι Ar.Pl. 515
:—[voice] Pass.,ἃ [δράγματα] ἔτυχεν.. τεθερισμένα X.HG7.2.8
.2 metaph., mow down,Ἄρη τὸν.. θερίζοντα βροτούς A.Supp. 637
(lyr.), cf.Ag. 536;βίον θ. ὥστε κάρπιμον στάχυν E.Hyps.Fr.34(60).94
; θ. Ἀσίαν to plunder it, Plu.2.182a.3 cut off,κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν S.Aj. 239
; ;γλῶσσαν AP9.451
: metaph., σελίδος νεαρῆς θ. στάχυν ib.4.2.3 (Phil.): —[voice] Pass., ἥτις [πῶλος].. θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο who had her crop of yellow mane cut off, S.Fr.659.4.4 metaph., reap a good harvest, Ar.Ach. 947 (lyr.); of bribes, Lib.Or.47.26.5 ὁ θερίζων (with or without λόγος), a logical fallacy, Chrysipp.Stoic.2.94, D.L.7.25: pl., ib.44.II intr., pass the summer, X.An.3.5.15;θ. ἐν τοῖς ψυχροῖς, χειμάζουσι δ' ἐν τοῖς ἀλεεινοῖς Arist.HA 596b26
, cf. 598a25.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βροτούς — βροτός mortal man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρότους — βρότος blood that has run from a wound masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
ακεσίμβροτος — ἀκεσίμβροτος, ο (Α) αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός πρβλ. τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
βρότειος — βρότειος, α, ον και βρότεος, η, ον (Α) [βροτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο ανθρώπινος («βρότειον γένος», «βρότειοι πόνοι») … Dictionary of Greek
θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
κατορθώνω — (ΑΜ κατορθῶ, όω, Μ και κατορθώνω) φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῡσιν», Πλάτ.) μσν. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
πρωτοπήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πήμων… … Dictionary of Greek
σκοταρχώ — έω, Μ [σκοτάρχης] (για τους δαίμονες ή τους διαβόλους) είμαι αρχηγός τού σκότους, τών σκοτεινών δυνάμεων («βροτοὺς δᾳδουχῶ καὶ σκοταρχοῡντας φλέγω», Στουδ. θεόδ.) … Dictionary of Greek
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς … Dictionary of Greek