-
1 Βρόμι'
Βρόμια, Βρόμιοςsounding: neut nom /voc /acc plΒρόμιε, Βρόμιοςsounding: masc voc sgΒρόμιε, Βρόμιοςsounding: masc voc sgΒρόμιαι, Βρόμιοςsounding: fem nom /voc pl -
2 βρόμι'
βρόμια, βρόμιοςsounding: neut nom /voc /acc plβρόμιε, βρόμιοςsounding: masc voc sgβρόμιαι, βρόμιοςsounding: fem nom /voc pl -
3 βρομι-ώδης
βρομι-ώδης, ες, bacchisch, Maced. 33 (XI, 27).
-
4 βρομιάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρομιάζομαι
-
5 βρομιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρομιάς
-
6 βρόμιος
II [full] Βρόμιος, ὁ, as a name of Bacchus, Id.Fr.75.10, A.Eu.24, E.Ph. 649 (lyr.), al., Telecl. 55;ὦ Διόνυσε B.
Ar.Th. 991; Βρομίου πῶμα, i.e. wine, E.Cyc. 123; ποδαπὸς ὁ Βρόμιος; whence comes the wine? Alex. 230.3, cf. APl.4.309, AP9.368 (Jul. Imp., with play on βρόμος (B)).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρόμιος
-
7 βρομιώδης
-
8 βρομιωδης
-
9 βρόμη
η, βρόμι τό, βρόμος ο см. βρώμη
См. также в других словарях:
Βρόμι' — Βρόμια , Βρόμιος sounding neut nom/voc/acc pl Βρόμιε , Βρόμιος sounding masc voc sg Βρόμιε , Βρόμιος sounding masc voc sg Βρόμιαι , Βρόμιος sounding fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμι' — βρόμια , βρόμιος sounding neut nom/voc/acc pl βρόμιε , βρόμιος sounding masc voc sg βρόμιαι , βρόμιος sounding fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμη — Πόα μονοετής της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων αγρωστωδών, που καλλιεργείται ευρύτατα για την παραγωγή σανού διατροφής ιπποειδών, βοοειδών κλπ. και για την εξαιρετική θρεπτική αξία των σπερμάτων της. Σχηματίζει μικρές τούφες από όρθια στελέχη,… … Dictionary of Greek