Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βριθοσύνη

См. также в других словарях:

  • βριθοσύνη — βριθοσύνη, η (Α) βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς] …   Dictionary of Greek

  • βριθοσύνη — βρῑθοσύνη , βριθοσύνη weight fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριθοσύνῃ — βρῑθοσύνῃ , βριθοσύνη weight fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριθοσύνης — βρῑθοσύνης , βριθοσύνη weight fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»