-
1 βρῑθοσύνη
-
2 βρῑθοσύνη
βρῖθος u. βρῑθοσύνη, die Wucht, Last -
3 βρῖθος
βρῖθος u. βρῑθοσύνη, die Wucht, Last
См. также в других словарях:
βριθοσύνη — βριθοσύνη, η (Α) βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς] … Dictionary of Greek
βριθοσύνη — βρῑθοσύνη , βριθοσύνη weight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριθοσύνῃ — βρῑθοσύνῃ , βριθοσύνη weight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριθοσύνης — βρῑθοσύνης , βριθοσύνη weight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)