Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βραχ-

См. также в других словарях:

  • -αλο — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών τής Νεοελληνικής, πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο, που προέρχεται από αρχαία και μεταγενέστερα ουσιαστικά σε αλον, πρβλ. βράχ αλον, κρότ αλον, πέτ αλον …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοβραχής — θαλασσοβραχής, ές (Α) βρεγμένος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βραχής (< βρέχω, πρβλ. παθ. αόρ. ε βράχ ην), πρβλ. ελαιο βραχής, μυρο βραχής] …   Dictionary of Greek

  • καρπώδης — ες (Α καρπώδης, ῶδες) αυτός που παράγει πολύ καρπό, ο καρποφόρος, ο γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + κατάλ. ώδης (πρβλ. βραχ ώδης, πο ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κομμεώδης — ες κομμιώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι / εως + κατάλ. ώδης, (πρβλ. βραχ ώδης, πετρ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κρατύς — κρατύς, ὁ (Α) ισχυρός, δυνατός, κρατερός («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ (βλ. κράτος) + επίθημα ύς (πρβλ. βραχ ύς, πλατ ύς)] …   Dictionary of Greek

  • μασουλίζω — και ματσουλίζω μασώ κάτι αργά, συνεχώς και για πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τού μασ ώ με την κατάλ. ουλίζω / ουρίζω (πρβλ. βρέχω βραχ ουλίζω, αλέθω αλεθ ουρίζω), από όπου και ο μεταπλασμένος ενεστώτας μα σουλώ (πρβλ. σκορπίζω σκορπώ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»