-
1 βραχιόνιον
βρᾰχ-ῑόνιον, τό, = sq., RousselGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχιόνιον
-
2 βραχιονιστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχιονιστήρ
-
3 βραχίων
A arm (opp. πῆχυς, Pl.Ti. 75a, but = πῆχυς, Arist.MA 698b2), Il.13.529, Hdt.5.12, X.Eq.12.5, Arist.HA 493b26, etc.; πρυμνὸς βραχίων the shoulder, Il.13.532, 16.323; also, shoulder of beasts, ib. 594b13:—Poet. as a symbol of strength, ἐκ βραχιόνων by force of arm, E.Supp. 478.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχίων
-
4 βρακίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρακίας
-
5 βράγχος
Grammatical information: m.Meaning: `hoarseness, angina' (Hp.),Other forms: also βάραγχος (Hippon.), βράγχη f. (Xenocr.) `id.' and βραγχία ἡ περιτράχηλος ἀλγηδών H.Derivatives: βραγχαλέος `hoarse' (Hp.), βραγχός `id.' (AP). - βραγχάω, βραγχιάω `have a sore throat' (Arist.); βραγχιάζοισθε πνίγοισθε H. - Separate βράγχια pl. `gills of fishes, bronchial tubes', also βαράγχια, βαράχνια (Hdn.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The resemblance with βρόγχος `windpipe' may have caused the transition of the meaning of βράγχια. Fur. 128 connects βραχώδης τραχύς H. and βρακίας τραχεῖς τόπους H. (and βαρακινῃ̃σιν ἀκάνθαις. σκόλοψι H.); this gives βρακ-\/ βραχ-\/ βραγχ-, variations that are typical Pre-Gr. The aorist βραχεῖν `rattle, clash' (Johansson KZ 36, 345f.) may also be connected: produce a raw sound. The secondary vowel of βάραγχος (Schwyzer 278, 831) is phonetically easy, but also frequent in Pre-Gr. words (Fur. 378-385). - Outside Greek one adduces OIr. brong(a)ide `hoarse' (Fick 2, 186). -Page in Frisk: 1,262Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βράγχος
-
6 βρέχω
Grammatical information: v.Meaning: `wet, drench' (Hp.).Derivatives: βροχή `rain, moistening, inundation' (Democr.), βροχετός (AP), βροχμός, βρέγμα (Erot.). - βροχίς `ink-horn' (AP), βρόχιον `id.' (Pap.).Etymology: Connected with Latv. merguôt `rain slowly', merga `soft rain', Russ. morosítь `rain slowly', which can go back on * mergʰ-, morgʰ- (Trautmann, Balt.-slav. Wb. 182); βρεχω would require * mregʰ- (cf. on βρέφος; sec. full grade on the basis of zero grade *βραχ-?). There is a difference in meaning, which seems no decisive obstacle; complicated theory by Fraenkel, Glotta 12 (1914)1f. Cf. βρύχιος.Page in Frisk: 1,267Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρέχω
См. также в других словарях:
-αλο — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών τής Νεοελληνικής, πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο, που προέρχεται από αρχαία και μεταγενέστερα ουσιαστικά σε αλον, πρβλ. βράχ αλον, κρότ αλον, πέτ αλον … Dictionary of Greek
θαλασσοβραχής — θαλασσοβραχής, ές (Α) βρεγμένος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βραχής (< βρέχω, πρβλ. παθ. αόρ. ε βράχ ην), πρβλ. ελαιο βραχής, μυρο βραχής] … Dictionary of Greek
καρπώδης — ες (Α καρπώδης, ῶδες) αυτός που παράγει πολύ καρπό, ο καρποφόρος, ο γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + κατάλ. ώδης (πρβλ. βραχ ώδης, πο ώδης)] … Dictionary of Greek
κομμεώδης — ες κομμιώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι / εως + κατάλ. ώδης, (πρβλ. βραχ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek
κρατύς — κρατύς, ὁ (Α) ισχυρός, δυνατός, κρατερός («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ (βλ. κράτος) + επίθημα ύς (πρβλ. βραχ ύς, πλατ ύς)] … Dictionary of Greek
μασουλίζω — και ματσουλίζω μασώ κάτι αργά, συνεχώς και για πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τού μασ ώ με την κατάλ. ουλίζω / ουρίζω (πρβλ. βρέχω βραχ ουλίζω, αλέθω αλεθ ουρίζω), από όπου και ο μεταπλασμένος ενεστώτας μα σουλώ (πρβλ. σκορπίζω σκορπώ)] … Dictionary of Greek