Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βραδύς

  • 1 медленный

    медленный αργός, βραδύς
    * * *
    αργός, βραδύς

    Русско-греческий словарь > медленный

  • 2 медленный

    медленн||ый
    прил ἀργός, σιγανός, βραδύς, βραδυκίνητος:
    вариться (или жариться) на \медленныйом огне σιγοβράζω, σιγοψήνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > медленный

  • 3 медлительный

    медли́тельн||ый
    прил βραδυκίνητος, βραδύς, ἀργός:
    \медлительныйый человек νωθρός (или βραδυκίνητος) ἄνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > медлительный

  • 4 неторопливый

    неторопливый
    прил σιγανός, βραδύς, βαρύς.

    Русско-новогреческий словарь > неторопливый

  • 5 тихий

    тих||ий
    прил
    1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:
    \тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·
    2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:
    \тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·
    3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):
    \тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·
    4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:
    \тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·
    5. (медленный) ἀργός, βραδύς:
    \тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι.

    Русско-новогреческий словарь > тихий

  • 6 запоздалый

    επ.
    όψιμος, καθυστερημένος, αργοπορημένος• αργός, αργητός• βραδύς•

    -ая весна όψιμη Ανοιξη•

    -ое развитие βραδεία ανάπτυξη.

    || παλ. παλαιός, παλιωμένος•

    -ая мода παλαιά μόδα.

    Большой русско-греческий словарь > запоздалый

  • 7 копотун

    α.
    -нья, -и θ.
    αργός, βραδύς• νωθρός, νωχελής.

    Большой русско-греческий словарь > копотун

  • 8 косный

    επ.
    ρουτινιέρικος, -ιασμένος• αργός, βραδύς• καθυστερημένος•

    косный ум ρουτινιασμένο μυαλό•

    косный образ жизни ρουτινιασμένος τρόπος ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > косный

  • 9 медленный

    επ., β: -лен κ. -ленен, -ленна, -ленно
    αργός, βραδύς•

    медленный шаг αργό βήμα•

    на -ом огне με λίγη φωτιά (βράζω, ψήνω).

    Большой русско-греческий словарь > медленный

  • 10 медлительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно; αργός, βραδύς, βραδυκίνητος, αργοκίνητος ή αργητός•

    -ые движения αργές κινήσεις•

    человек αργητός άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > медлительный

  • 11 мешкотный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. αργός, αργητός, βραδΰς, βραδυκίνητος.
    2. οκνός• πολύχρονος• επίμονος•

    -ая работа επίμονη εργασία.

    Большой русско-греческий словарь > мешкотный

  • 12 неспешный

    επ.
    αβίαστος, αβίαστος• αργός, βραδύς•

    идти -ым шагом δε βαδίζω βιαστικά.

    Большой русско-греческий словарь > неспешный

  • 13 неторопливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    μη γρήγορος• αργός, βραδύς, αγαληνός• βραδυκίνητος, αργοκίνητος.

    Большой русско-греческий словарь > неторопливый

  • 14 тихий

    επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.
    1. σιγανός, -λός, σιγηλός•

    -ая песня σιγανό τραγούδι•

    тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•

    тихий стук σιγανό χτύπημα•

    тихий голос σιγανή φωνή.

    2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•

    -ая ночь ήσυχη νύχτα•

    -ая река ήσυχο ποτάμι.

    3. μτφ. φρόνιμος•

    тихий человек ήσυχος άνθρωπος.

    4. σιωπηρός, αμίλητος.
    5. γαλήνιος, -μένος•

    море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.

    6. αργός, βραδύς•

    тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.

    εκφρ.
    - ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση.

    Большой русско-греческий словарь > тихий

  • 15 тугой

    επ., βρ: туг, туга, туго; туже.
    1. τεντωμένος, τεταμένος• σφιχτός• συνεσφιγμένος•

    -ая струна τεντωμένη χορδή•

    тугой пояс σφιχτή ζώνη•

    тугой узел σφιχτός κόμπος•

    -йе косы σφιχτοπλεγμένες κοσίδες•

    тугой канат σφιχτο-πλεγμένο καραβόσχοινο.

    2. φουσκωμένος, τεζαρ ισμένος, καργαρ ισμένος.
    3. μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. || αργός, βραδύς, δύσκολος.
    4. μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•

    тугой человек σφιχτός άνθρωπος.

    || μτφ. δύσκολος, βαρύς•

    -йе времена τα δύσκολα χρόνια.

    εκφρ.
    тугой карман (кошелк, мошна) – φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα•
    тугой на ухо – βαρύκουος.

    Большой русско-греческий словарь > тугой

  • 16 черепаший

    -ья, -ье
    επ.
    της χελώνας, από χελώνα, χελωνίσιος•

    -ья голова το κεφάλι της χελώνας•

    черепаший панцирь ο θώρακας (όστρακο) της χελώνας.

    || μτφ. αργός, βραδύς.

    Большой русско-греческий словарь > черепаший

См. также в других словарях:

  • βραδύς — slow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …   Dictionary of Greek

  • βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν. — См. Тише едешь, дальше будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βραδέα — βραδύς slow neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βραδέᾱ , βραδύς slow fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βραδύς slow fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτάτω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτάτων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρως — βραδύς slow adverbial βραδύς slow masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδέως — βραδύς slow indeclform (adverb) βραδύς slow adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»