-
1 медленный
-
2 медленный
медленн||ыйприл ἀργός, σιγανός, βραδύς, βραδυκίνητος:вариться (или жариться) на \медленныйом огне σιγοβράζω, σιγοψήνομαι. -
3 медлительный
медли́тельн||ыйприл βραδυκίνητος, βραδύς, ἀργός:\медлительныйый человек νωθρός (или βραδυκίνητος) ἄνθρωπος. -
4 неторопливый
неторопливыйприл σιγανός, βραδύς, βαρύς. -
5 тихий
тих||ийприл1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:\тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:\тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):\тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:\тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·5. (медленный) ἀργός, βραδύς:\тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι. -
6 запоздалый
επ.όψιμος, καθυστερημένος, αργοπορημένος• αργός, αργητός• βραδύς•-ая весна όψιμη Ανοιξη•
-ое развитие βραδεία ανάπτυξη.
|| παλ. παλαιός, παλιωμένος•-ая мода παλαιά μόδα.
-
7 копотун
-ά α.-нья, -и θ.αργός, βραδύς• νωθρός, νωχελής. -
8 косный
επ.ρουτινιέρικος, -ιασμένος• αργός, βραδύς• καθυστερημένος•косный ум ρουτινιασμένο μυαλό•
косный образ жизни ρουτινιασμένος τρόπος ζωής.
-
9 медленный
επ., β: -лен κ. -ленен, -ленна, -ленноαργός, βραδύς•медленный шаг αργό βήμα•
на -ом огне με λίγη φωτιά (βράζω, ψήνω).
-
10 медлительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; αργός, βραδύς, βραδυκίνητος, αργοκίνητος ή αργητός•-ые движения αργές κινήσεις•
человек αργητός άνθρωπος.
-
11 мешкотный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αργός, αργητός, βραδΰς, βραδυκίνητος.2. οκνός• πολύχρονος• επίμονος•-ая работа επίμονη εργασία.
-
12 неспешный
επ.αβίαστος, αβίαστος• αργός, βραδύς•идти -ым шагом δε βαδίζω βιαστικά.
-
13 неторопливый
επ., βρ: -лив, -а, -оμη γρήγορος• αργός, βραδύς, αγαληνός• βραδυκίνητος, αργοκίνητος. -
14 тихий
επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.1. σιγανός, -λός, σιγηλός•-ая песня σιγανό τραγούδι•
тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•
тихий стук σιγανό χτύπημα•
тихий голос σιγανή φωνή.
2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•-ая ночь ήσυχη νύχτα•
-ая река ήσυχο ποτάμι.
3. μτφ. φρόνιμος•тихий человек ήσυχος άνθρωπος.
4. σιωπηρός, αμίλητος.5. γαλήνιος, -μένος•море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.
6. αργός, βραδύς•тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.
εκφρ.- ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση. -
15 тугой
επ., βρ: туг, туга, туго; туже.1. τεντωμένος, τεταμένος• σφιχτός• συνεσφιγμένος•-ая струна τεντωμένη χορδή•
тугой пояс σφιχτή ζώνη•
тугой узел σφιχτός κόμπος•
-йе косы σφιχτοπλεγμένες κοσίδες•
тугой канат σφιχτο-πλεγμένο καραβόσχοινο.
2. φουσκωμένος, τεζαρ ισμένος, καργαρ ισμένος.3. μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. || αργός, βραδύς, δύσκολος.4. μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•тугой человек σφιχτός άνθρωπος.
|| μτφ. δύσκολος, βαρύς•-йе времена τα δύσκολα χρόνια.
εκφρ.тугой карман (кошелк, мошна) – φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα•тугой на ухо – βαρύκουος. -
16 черепаший
-ья, -ьеεπ.της χελώνας, από χελώνα, χελωνίσιος•-ья голова το κεφάλι της χελώνας•
черепаший панцирь ο θώρακας (όστρακο) της χελώνας.
|| μτφ. αργός, βραδύς.
См. также в других словарях:
βραδύς — slow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek
βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν. — См. Тише едешь, дальше будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βραδέα — βραδύς slow neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βραδέᾱ , βραδύς slow fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βραδύς slow fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτάτω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτάτων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτέρω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτέρων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτέρως — βραδύς slow adverbial βραδύς slow masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδέως — βραδύς slow indeclform (adverb) βραδύς slow adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)