-
1 αργός
[аргос] εκ. праздный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αργός
-
2 медленный
-
3 аргус
-а α.άργος, άγρυπνος φρουρός (από το μυθικό πρόσωπο Αργος ο ανόπτης). || είδος φασιανού. -
4 бут
ο ακατέργαστος/αργός λίθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бут
-
5 веркблей
ο αργός μόλυβδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > веркблей
-
6 свинец
хим. (РЬ) о μόλυβδ/ος, το μολύβιгубчатый - σπογγώδης -, πορώδης -чушковый - σε χελώνες/ρά-βδουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свинец
-
7 Аргос
г. Άργος το -
8 бездеятельный
бездеятельн||ыйприл ἀδρανής, ἀργός. -
9 замедленный
замедленн||ый1. прич. от замедлить·2. прил ἀργός, βραδυκίνητος:бомба \замедленныйого действия ἡ ἐγκαιροφλεγής βόμβα. -
10 медленный
медленн||ыйприл ἀργός, σιγανός, βραδύς, βραδυκίνητος:вариться (или жариться) на \медленныйом огне σιγοβράζω, σιγοψήνομαι. -
11 медлительный
медли́тельн||ыйприл βραδυκίνητος, βραδύς, ἀργός:\медлительныйый человек νωθρός (или βραδυκίνητος) ἄνθρωπος. -
12 околачиваться
околачиватьсянесов разг σουλατσάρω, περιφέρομαι ἀργός. -
13 праздношатающийся
праздношатающийсям разг ὁ ἀργόσχολος, ὁ ἀργός, ὁ τεμπέλης. -
14 праздный
праздн||ыйприл1. (незанятый) ἀργόσχολος, ἀργός, χασομέρης:вести \праздныйую жизнь ζῶ ἀργόσχολος·2. (ненужный, пустой) ἀνωφελής, μάταιος:\праздныйые разговоры λόγια τοῦ ἀέρα -
15 простаивать
простаива||тьнесов1. (в течение ка-кого-л. времени) στέκομαι:поезд \простаиватьет по два часа на каждой станции τό τραίνο στέκεται δυό ὠρες σέ κάθε σταθμό· он \простаиватьет подолгу перед каждой картиной στέκεται πολλή ὠρα μπροστά σέ κάθε πίνακα·2. (бездействовать) χασομερώ, ἀ-ιτρακτώ, μένω ἀργός·3. (на стоянке \простаивать о войсках) σταθμεύω, μένω στά καταλύματα. -
16 протяжный
протяжныйприл μακρόσυρτος, ἀργός. -
17 слоняться
слонятьсянесов разг περιφέρομαι, τριγυρίζω:\слоняться без дела τριγυρίζω χασο-μέρης, περιφέρομαι ἀργός. -
18 тихий
тих||ийприл1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:\тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:\тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):\тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:\тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·5. (медленный) ἀργός, βραδύς:\тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι. -
19 уйти
уйтисов см. уходить· с ним далеко́ не уйдешь εἶναι πολύ ἀργός. -
20 шататься
шата́||тьсянесов1. κλονίζομαι, κουνιέμαι, τρικλίζω, σείομαι:зуб \шататьсяется τό δόντι μου κουνιέται· \шататься от усталости σέρνομαι ἀπό τήν κούραση·2. перен κλονίζομαι:семейные усто́и \шататьсяются τά θεμέλια τής οίκογένειας κλονίζονται·3. (слоняться) разг γυρίζω ἄσκοπα:\шататься без дела γυρίζω ἀργόσχολος, περιφέρομαι ἀργός· \шататься по свету περιπλανιέμαι στόν κόσμο.
См. также в других словарях:
ἀργός — 1 shining masc nom sg ἀ̱ργός , ἀργός 2 not working the ground masc nom sg ἀ̱ργός , ἀργός 2 not working the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργος — neut nom/voc/acc sg Ἄργος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
αργός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χωρίς δουλειά: Αρκετούς μήνες τώρα ήταν αργός. 2. βραδυκίνητος, νωθρός: Σ όλα του ήταν πολύ αργός. 3. (εκκλησ.), ο τιμωρημένος με αργία ιερέας: Ο δεσπότης τον είχε κάνει αργό για τρεις μήνες. 4. ακαλλιέργητος: Το χωράφι ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άργος — Sp Árgas Ap Άργος/Argos L sen. gr. polis ir dab. mst. P Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άργος Ορεστικό — Sp Árgas Orèstikas Ap Άργος Ορεστικό/Argos Orestiko L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άργος Ορεστικό — Κωμόπολη (υψομ. 660 μ., 7.558 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Αποτελεί έδρα του δήμου Ορεστίδος. Στη σημερινή του θέση βρισκόταν η αρχαία αιολική ομώνυμη πόλη, η οποία κατά την παράδοση είχε χτιστεί από τους … Dictionary of Greek
Αμφιλοχία ή Αμφιλοχικόν Άργος — Πόλη που ίδρυσε ο Αμφίλοχος, γιος του Αμφιαράου και της Εριφύλης, όταν, γυρίζοντας μετά τον Τρωικό πόλεμο στο Άργος, βρήκε την κατάσταση εκεί δυσάρεστη και πήγε στην Ακαρνανία, που ολόκληρο το βόρειο τμήμα της λεγόταν τότε Α. (Θουκυδίδης, Β 68).… … Dictionary of Greek
ἀργότερον — ἀργός 1 shining adverbial comp ἀργός 1 shining masc acc comp sg ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc comp sg ἀ̱ργότερον , ἀργός 2 not working the ground adverbial comp ἀ̱ργότερον , ἀργός 2 not working the ground masc acc comp sg ἀ̱ργότερον , ἀργός 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργά — ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc pl ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc dual ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc pl ἀ̱ργά̱ , ἀργός 2 not working the ground fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)