Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βράζω

  • 81 забурлить

    ρ.σ. αρχίζω να βράζω, να κοχλάζω.

    Большой русско-греческий словарь > забурлить

  • 82 злобствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ. βράζω από κακία, πνέω μένεα, είμαι πυρ και μανία, αφρίζω από το κακό μου•

    бессильно злобствовать τρώγω (ή δαγκώνω) τα σίδερα.

    Большой русско-греческий словарь > злобствовать

  • 83 играть

    ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,
    επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.
    1. παίζω (για διασκέδαση)•

    играть в куклы παίζω τις κούκλες•

    играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•

    играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.

    || (για διάφορα παιγνίδια)•

    играть в шахматы παίζω σκάκι•

    играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•

    играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.

    2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•

    буря -ет μαίνεται η θύελλα.

    3. αφρίζω, βράζω•

    вино -ет το κρασί αφρίζει.

    4. λάμπω, λαμπυρίζω•

    солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•

    -ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•

    бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•

    румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.

    || κινούμαι, πάλλομαι•

    моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.

    || προσποιούμαι, κάνω•

    играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.

    5. εκτελώ•

    на скрипке παίζω βιολί•

    -ет музыка παίζει η μουσική.

    || μτφ. επιδρώ•

    играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.

    || (διάφορες σημασίες)•

    играть в деньги παίζω με χρήματα•

    играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•

    играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•

    в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•

    в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•

    улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.

    εκφρ.
    играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•
    играть срадьбуπαλ. κάνω γάμο•
    играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•
    играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•
    глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•
    играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•
    играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•
    судьба -ет людмиπαλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.
    1. παίζω.
    2. επιθυμώ• έχω διάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > играть

  • 84 клокотать

    -кочу, -кбчешь
    ρ.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κοχλάζω, βράζω, αναβράζω•

    вода в котле -кочет το νερό στο λέβητα κοχλάζει•

    у не в груди -ло μέσα της έβραζε•

    в нём -кочет гнев μέσα του βράζει από το θυμό.

    || ρογχάζω•

    в груди раненого -ло από το στήθος του τραυματία έβγαινε ρόγχος.

    Большой русско-греческий словарь > клокотать

  • 85 медленный

    επ., β: -лен κ. -ленен, -ленна, -ленно
    αργός, βραδύς•

    медленный шаг αργό βήμα•

    на -ом огне με λίγη φωτιά (βράζω, ψήνω).

    Большой русско-греческий словарь > медленный

  • 86 наваривать

    ρ.δ.
    βλ. наварить.
    βράζω.

    Большой русско-греческий словарь > наваривать

  • 87 накипеть

    -пит ρ.σ.
    1. βγάζω αφρό, αφρίζω βράζω. || κατακαθίζω, επικάθομαι στα τοιχώματα (κατά το βράσιμο).
    2. μτφ. κατέχομαι α-πο σφοδρό πάθος, έχω οργασμό ή έξαψη•

    -ло в душе έβραζε μέσα του•

    он излил всё, что -ло у него на сердце ξέσπασε ό,τι είχε μέσα του.

    Большой русско-греческий словарь > накипеть

  • 88 напарить

    ρ.σ.μ.
    1. ζεματίζω, βράζω.
    2. βάζω στον ατμό — ноги βάζω τα πόδια στον αχνό.
    κάνω ατμόλυτρο (πολύ ώρα).

    Большой русско-греческий словарь > напарить

  • 89 негодование

    ουδ.
    αγανάκτηση, αναβρασμός• σύφλογο•

    прийти в негодование αγανακτώ•

    побле-днл от -я κιτρίνισε (χλώμιασε) από αγανάκτηση•

    кипеть от -я βράζω από αγανάκτηση.

    Большой русско-греческий словарь > негодование

  • 90 обварить

    -арю, -аришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обваренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ζεματίζω, καίω με ζεστό νερό, βράζω.
    2. καίω με καυτό υγρό ή ατμό•

    обварить руку καίω το χέρι.

    ζεματίζομαι, καίγομαι με καυτό υγρό ή ατμό.

    Большой русско-греческий словарь > обварить

  • 91 откипеть

    -пит ρ.σ.
    1. παύω να βράζω•

    самовар -л το σαμοβάρι έβρασε.

    || μτφ. εξασθενώ, παρουσιάζω κάμψη, ύφεση, υποχωρώ.
    2. κατακάθομαι, κατακαθίζω βράζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > откипеть

  • 92 перебродить

    -брожу, -бродишь
    ρ.σ. (απλ.)
    περιπλανώμαι• γυρίζω παντού.
    -брожу, -бродишь
    ρ.σ.
    ζυμούμαι, βράζω καλά•

    вино -ло το κρασί έβρασε καλά.

    || μτφ. ηρεμώ, ησυχάζω, ξαναβρίσκω την ηρεμία. || παραβράζω, παραζυμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > перебродить

  • 93 подкипятить

    ρ.σ.μ. βράζω (λίγο ή επί πλέον).

    Большой русско-греческий словарь > подкипятить

  • 94 покипеть

    ρ.σ. βράζω λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > покипеть

  • 95 поспеть

    -еет
    ρ.σ.
    ωριμάζω, γίνομαι• μεστώνω. || ψήνομαι, βράζω, γίνομαι έτοιμος για φαγητό. || είμαι έτοιμος (για κάτι).
    ρ.σ. προφταίνω, προλαβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > поспеть

  • 96 пыхать

    пышу, пышешь κ. пыхаго, пыхаешь, μτχ. ενεστ. пышущий ρ.δ.
    1. (1ο κ. 2ο πρόσ. δεν έχει)• καίω, θερμαίνω•

    печь -шет жаром ο φούρνος καίει πολύ, ψήνει.

    || φωτίζω, λάμπω.
    2. βλ. пыхтеть (2 σημ.).
    3. μτφ. βράζω• αφρίζω•

    пыхать злобой αφρίζω από το κακό μου.

    || ακτινοβολώ, λάμπω, χαίρω•

    весь он -шет здоровьем αυτός χαίρει άκρας υγείας.

    Большой русско-греческий словарь > пыхать

  • 97 раскипеться

    -плюсь, -пишься, ρ.σ.
    1. βράζω, κοχλάζω.
    2. βλ. раскипятиться.

    Большой русско-греческий словарь > раскипеться

  • 98 раскипятиться

    ρ.σ. ταράσσομαι• βράζω από το θυμό•

    -лось сердце έβρασε η καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскипятиться

  • 99 топить

    топлю, топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. ανάβω• καίω•

    топить печку ανάβω τη θερμάστρα.

    || θερμαίνω, ζεσταίνω•

    топить комнату ζεσταίνω το δωμάτιο.

    1. καίω•

    печь -ится η θερμάστρα καίει.

    2. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.
    ρ.δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).
    1. λιώνω, τήκω•

    топить масло λιώνω το βούτυρο•

    топить воск λιώνω το κηρί•

    топить олово λιώνω τον κασσίτερο.

    2. σιγοβράζω, βράζω με λίγη φωτιά•

    топить молоко σιγοβράζω το γάλα.

    1. λιώνω, τήκομαι.
    2. σιγοβράζω.
    ρ.δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).
    1. βυθίζω, ποντίζω• βουλιάζω. || πνίγω στο νερό.
    2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω.
    3. καταβρέχω, κατακλύζω, πλημμυρίζω.
    4. μτφ. (για αισθήματα, σκέψεις) καταστέλλω, πνίγω.
    1. βυθίζομαι, ποντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. πνίγομαι•

    он с горя побежал топить αυτός από τη στενοχώρια έτρεξε να πνιγεί.

    Большой русско-греческий словарь > топить

  • 100 тушить

    тушу, тушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. σβήνω•

    тушить свечи σβήνω τα κηριά•

    тушить папирос σβήνω το τσιγάρο•

    тушить пожар σβήνω την πυρκαγιά.

    || μτφ. καταπραΰνω, καταπαύω•

    тушить страсти σβήνω τα πάθη.

    2. μειώνω, εξασθενίζω• εξαλείφω•

    тушить выбрацию εξαλείφω τον κραδασμό.

    σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    тушу, тушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушенный, βρ: -шен, шена, -шено
    ρ.δ.μ. μαγειρεύω αεροστεγώς, αχνίζω.
    σιγοβράζω, βράζω με τον αχνό.

    Большой русско-греческий словарь > тушить

См. также в других словарях:

  • βράζω — βράζω, έβρασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι …   Dictionary of Greek

  • βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεροβράζω — βράζω κάτι μόνο με νερό, χωρίς προσθήκη λαδιού ή άλλης λιπαρής ουσίας …   Dictionary of Greek

  • ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο …   Dictionary of Greek

  • περιέψω — Α βράζω καλά, βράζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * ἔψω «βράζω, μαγειρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • σιγοβράζω — Ν 1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά 2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά 3. φρ. «σιγοβράζει το κακό» μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής …   Dictionary of Greek

  • συναναζέω — Α 1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζέω «βράζω»] …   Dictionary of Greek

  • ἀποβράσαι — ἀπό βράσσω shake violently aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράσσω shake violently aor opt act 3rd sg ἀποβρά̱σᾱͅ , ἀπό βράζω boil fut part act fem dat sg (doric) ἀπό βράζω boil aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράζω boil aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβράσας — ἀποβράσᾱς , ἀπό βράσσω shake violently aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem acc pl (doric) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem gen sg (doric) ἀποβράσᾱς , ἀπό βράζω boil aor part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβράσῃ — ἀπό βράσσω shake violently aor subj mid 2nd sg ἀπό βράσσω shake violently aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil aor subj mid 2nd sg ἀπό βράζω boil aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»