-
101 убродиться
ρ.σ. (απλ.) ζυμώνομαι, παθαίνω ζύμωση, βράζω. -
102 укипеть
-питρ.σ.1. βράζω πλήρως.2. λιγοστεύω από το βράσιμο. -
103 упарить
-рю, -ришь ρ.σ.μ.1. αχνίζω, μαλακώνω με τον αχνό.2. κοπιάζω μέχρι ιδρώτα, ταλαιπωρώ.1. βράζω καλά με τον ατμό.2. (απλ.) κατακοπιάζω, πάει ο ιδρώτας ποτάμι, κατεξαντλούμαι• καταταλαιπωρούμαι. -
104 упреть
-ею, -ешьρ.σ.1. βράζω τελείως, καλοβράζω.2. ιδροκοπώ, καταϊδρώνω. -
105 ферментировать
-
106 шуметь
-млго, -мишьρ.δ.1. θορυβώ, κάνω θόρυβο•дети -мят τα παιδιά θορυβούν.
|| βουίζω•ветер -мит ο άνεμος βουίζει•
волны -мят τα κύματα βουίζουν.
|| κάνω φασαρία. || κοχλάζω, βράζω•чайник -мит το τσαερό βράζει.
2. συζητώ, προκαλώ συζήτηση• κάνω ντόρο.εκφρ.- мит в голове – βουίζει το κεφάλι•- мит в ушах – βουίζουν τ αυτιά.
См. также в других словарях:
βράζω — βράζω, έβρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροβράζω — βράζω κάτι μόνο με νερό, χωρίς προσθήκη λαδιού ή άλλης λιπαρής ουσίας … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
περιέψω — Α βράζω καλά, βράζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * ἔψω «βράζω, μαγειρεύω»] … Dictionary of Greek
σιγοβράζω — Ν 1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά 2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά 3. φρ. «σιγοβράζει το κακό» μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής … Dictionary of Greek
συναναζέω — Α 1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
ἀποβράσαι — ἀπό βράσσω shake violently aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράσσω shake violently aor opt act 3rd sg ἀποβρά̱σᾱͅ , ἀπό βράζω boil fut part act fem dat sg (doric) ἀπό βράζω boil aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράζω boil aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσας — ἀποβράσᾱς , ἀπό βράσσω shake violently aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem acc pl (doric) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem gen sg (doric) ἀποβράσᾱς , ἀπό βράζω boil aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσῃ — ἀπό βράσσω shake violently aor subj mid 2nd sg ἀπό βράσσω shake violently aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil aor subj mid 2nd sg ἀπό βράζω boil aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)