-
1 ωνής
-
2 ὠνῆς
-
3 κτηματώνης
A commissioner who purchases temple- properties, Supp.Epigr.2.538 (Mylasa, ii B.C.), 565.11 (Olymos, i B.C.);γενομένης τῆς ὠνῆς τοῖς κ. εἰς τὸ τοῦ θεοῦ ὄνομα LW416
([place name] Mylasa).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηματώνης
-
4 βοώνης
-
5 δεκατώνης
A tithe-farmer, Anaxil.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκατώνης
-
6 δημοσιώνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοσιώνης
-
7 θεατρώνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεατρώνης
-
8 καρπώνης
A buyer of fruit, IG22.1100 (ii A. D.), PFay.133.12 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπώνης
-
9 νομώνης
A official who leases public pasture, IG7.3171.43 (Orchom. [dialect] Boeot.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομώνης
-
10 οἰνώνης
A wine-merchant, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνώνης
-
11 πεντηκοστώνης
A farmer of the πεντηκοστή, prob. in AB 297 (pl.), cf. Ostr. 43 (i A. D.), Theb.Ostr. 130 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντηκοστώνης
-
12 σιτώνης
A public buyer of corn, an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, IG22.792.11; at Samos, SIG976.45 (ii B.C.); in Laconia, IG5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, IGRom.4.1228.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτώνης
-
13 χρυσώνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσώνης
-
14 ἀδιέγγυος
ἀδι-έγγυος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιέγγυος
-
15 ἀλλάσσω
A : [tense] fut.- άξω Thgn.21
: [tense] aor. : [tense] pf. ἤλλᾰχα ([etym.] ἀπ-) X.Mem.3.13.6, ([etym.] δι-) Dionys. Com.2.10:—[voice] Med., [tense] fut.ἀλλάξομαι Luc. Tyr.7
, ([etym.] ἀντ-) E.Hel. 1088: [tense] aor. , Antipho 5.79, Th.8.82, etc.: [tense] pf. (in med. sense) ἤλλαγμαι ( ἐν-) S. Aj. 208:—[voice] Pass., [tense] fut. ἀλλαχθήσομαι Trag. and Com., ([etym.] ἀπ-) E.Med. 878, Ar.Av. 940; ἀλλαγήσομαι in early Prose, ([etym.] ἀπ-) Hdt.2.120, ([etym.] ἐξαπ-) Th.4.28: [tense] aor. ἠλλάχθην and ἠλλάγην, former more freq. in S. and E., latter in Prose: [tense] pf.ἤλλαγμαι Antiph. 176
, AP9.67, al.: [tense] plpf.ἤλλακτο Hdt.2.26
. (More common in compds., esp. in later Gk.): ([etym.] ἄλλος):—make other than it is, change, alter,τόπον Parm.8.41
;μορφήν Emp.137
; ;ἤλλαττε χρώματ' Men.Epit. 466
; ; .II ἀ. τί τινος give in exchange, barter one thing for another,τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν.. οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ' ἐγώ A.Pr. 967
;τι ἀντί τινος E.Alc. 661
:— [voice] Med.,τὴν παραντίκα ἐλπίδα.. οὐδενὸς ἂν ἠλλάξαντο Th.8.82
.4 [voice] Med., ἔξω τρίβου ἀλλάσσεσθαι ἴχνος move one's position, Id.El. 103.III take one thing in exchange for another,κάκιον τοὐσθλοῦ παρεόντος Thgn.21
; πόνῳ πόνον ἀ. to exchange one suffering with another (nisi leg. πόνου), Trag.Adesp.7.3; ἠλλαττόμεσθ' ἂν δάκρυα δόντες χρυσίον should take in exchange, Philem.73: ἀ. θνητὸν εἶδος assume it, E.Ba.53, cf. 1331:—more freq. in [voice] Med., τί τινος one thing for another, , cf. Pl.Lg. 733b; τὰ οἰκήϊα κακὰ ἀλλάξασθαι τοῖσι πλησίοισι exchange them with them, Hdt.7.152: hence, buy,τι ἀντ' ἀργυρίου Pl.R. 371c
;διά τινος ὠνῆς ἢ καὶ πράσεως ἀλλάττεσθαί τί τινι Id.Lg. 915d
, 915e; τοῦ παντὸς ἀ. prize above all things, Ph.Bel.56.30.2 take a new position, i.e. go to a place,ἀ.Ἅιδα θαλάμους E.Hec. 483
;πόλιν ἐκ πόλεως Pl.Plt. 289e
.IV abs., have dealings, as buyer or seller, in [voice] Med., .2 alternate, Emp.17.6; σκῆπτρ' ἔειν ἐνιαυτὸν ἀλλάσσοντε to enjoy power in turn, E.Ph. 74, cf. Pl.Ti. 42c:—[voice] Pass., ἀρεταὶ.. ἀλλασσόμεναι in turns, Pi.N.11.38, cf. Arist.Pr. 940a15. [full] ϝ. [voice] Pass., to be reconciled, S.Fr. 997.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλάσσω
-
16 ἀνδραποδώνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδραποδώνης
-
17 ἀρχώνης
A chief contractor or farmer of revenue, And.1.133 ( ἄρχων εἷς codd.), PRev.Laws 10.10, al., CIG (add.) 3912; ἀ. λιμένων, = promagister portorii, Ephes.2 No.29; ἀ. τεσσαρακοστῆς λιμένων Ἀσίας promagister quadragesimae.., OGI525.5 (Halic.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχώνης
-
18 ἐγκαταλείπω
A leave behind, ;ἐ. φρουρὰν ἐν τῇ νήσῳ Th.3.51
;πλεῖον ἐ. ἐξιόντες ἐκ τῆς ὠνῆς PRev.Laws 53.12
; ἐ. τὸ κέντρον, of a bee, Pl.Phd. 91c: hence of Pericles, ;ἐ. τὴν μάχαιραν ἐν τῇ σφαγῇ Antipho 5.69
.2 leave in the lurch, Pl.Smp. 179a, Lycurg.2, D.57.58, Ev.Matt.27.46, Lyr.Alex.Adesp.4.22, etc.; abandon,νεκροὺς Th.4.44
;ἀκρόπολιν X.HG5.4.13
.3 leave out, omit, Hdt.3.119.II [voice] Pass., to be left behind in a race, Hdt.8.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταλείπω
-
19 ἐλαιώνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιώνης
-
20 ὠνή
A buying, purchasing, ὠ. καὶ πρῆσις buying and selling, Hdt.1.153, cf. Hyp.Ath.5, S. Fr. 909, Pl.R. 371d, Sph. 223d;ὠνὴν ποιεῖσθαί τινος D.33.8
, cf. Pl.Lg. 849b;δἰ ὠνῆς Plu.2.753d
;διὰ τὴν ὠ. Luc.Ind.16
;ἐν τῇ τῶν σιτίων ὠ. Pl.Prt. 314a
.II contract for the farming of taxes or other sources of revenue,ὠνὰς πρίασθαι ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.73
, cf. 92, Plu.Alc.5; τοὶ πριάμενοι τὰν ὠνὰν σίτου, οἴνου, τετραπόδων, SIG1000.4,5,6 (Cos, i B. C.);τρὶς ἀναπραθείσης τῆς ὠ. IPE12.32A53
(Olbia, iii B. C.); ὠνὰς omnium venditas, of the proceeds of local taxes, Cic.Att.5.16.2.2 in [dialect] Dor. Inscrr. (also in Arg.D.37 (pl.)), deed of sale, contract, , al. (Delph., ii B. C.); ὠνὰν τὰν ἐν τῷ ἱαρῷ ἀναγεγραμμέναν ib.1764 (ibid., ii B. C.);τᾶς ὠ. τὸ ἀντίγραφον IG9(1).331.5
(Chaleion, ii B. C.).III purchase-money, price,εἰς.. τῶν ὅπλων τὴν ὠ. παρέσχε τρισμυρίας δραχμάς Lys.19.43
;ἐπέθηκε τῇ ὠ. τάλαντον Plu.Alc. 5
.
См. также в других словарях:
ὠνῆς — ὠνή buying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
θεατρώνης — ο (Α θεατρώνης) νεοελλ. θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου αρχ. (στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν»* και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο… … Dictionary of Greek
θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… … Dictionary of Greek
ισχαδώνης — ἰσχαδώνης, ὁ (Α) αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, οπωρ ώνης] … Dictionary of Greek
καρπώνης — καρπώνης, ὁ (Α) ο αγοραστής καρπών, ο έμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek
κοπρώνης — κοπρώνης, ὁ (Α) 1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο 2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῡ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῡντος… … Dictionary of Greek
κτηματώνης — κτηματώνης, ὁ (Α) επιγρ. επίτροπος ναού που αγοράζει κτήματα υπέρ τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + κατάλ. ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek
νομώνης — νομώνης, βοιωτ. τ. νομώνας, ὁ (Α) υπάλληλος που ενοικίαζε δημόσιους τόπους για βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek
οινώνης — οἰνώνης, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἔμπορος οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek
οπωρώνης — ὀπωρώνης, ὁ (Α) 1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.) 2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις τού σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν μετ ὀλίγον… … Dictionary of Greek