Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄννα

См. также в других словарях:

  • όννα — ὄννα, ἡ (Α) (αιολ. τ.) βλ. ωνή …   Dictionary of Greek

  • вено — др. русск. вѣно плата за невесту, приданое невесты , укр. вiно, чеш. věno, польск. wiano, др. русск. вѣновати, вѣнити продавать . Трудное слово. Считается родственным лат. vēnum продажа , vendo из vēnum dō продаю , греч. ὦνος цена (из *vōsnos),… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ωνή — και ὠνά και αιολ. τ. ὄννα, ἡ, Α 1. αγορά,.οὐνή* («ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾱσιν», Σοφ.) 2. προσφορά τιμής, διαπραγμάτευση, παζάρεμα 3. ανάληψη μισθώσεως δημόσιων φόρων ή άλλων κρατικών προσόδων 4. συμβόλαιο πώλησης 5. αγοραστική αξία, τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 …   Dictionary of Greek

  • u̯es-no- (*su̯es-no-) —     u̯es no (*su̯es no )     English meaning: price     Deutsche Übersetzung: “Kaufpreis”     Material: By den einzelnen Sprachen sways e and o vocalism: O.Ind. vasna m. “Kaufpreis”, n. “earnings”, vasnayati “feilscht”; Arm. gin “Kaufpreis”; Gk.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»