-
1 ὄννα
-
2 ὠνή
A buying, purchasing, ὠ. καὶ πρῆσις buying and selling, Hdt.1.153, cf. Hyp.Ath.5, S. Fr. 909, Pl.R. 371d, Sph. 223d;ὠνὴν ποιεῖσθαί τινος D.33.8
, cf. Pl.Lg. 849b;δἰ ὠνῆς Plu.2.753d
;διὰ τὴν ὠ. Luc.Ind.16
;ἐν τῇ τῶν σιτίων ὠ. Pl.Prt. 314a
.II contract for the farming of taxes or other sources of revenue,ὠνὰς πρίασθαι ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.73
, cf. 92, Plu.Alc.5; τοὶ πριάμενοι τὰν ὠνὰν σίτου, οἴνου, τετραπόδων, SIG1000.4,5,6 (Cos, i B. C.);τρὶς ἀναπραθείσης τῆς ὠ. IPE12.32A53
(Olbia, iii B. C.); ὠνὰς omnium venditas, of the proceeds of local taxes, Cic.Att.5.16.2.2 in [dialect] Dor. Inscrr. (also in Arg.D.37 (pl.)), deed of sale, contract, , al. (Delph., ii B. C.); ὠνὰν τὰν ἐν τῷ ἱαρῷ ἀναγεγραμμέναν ib.1764 (ibid., ii B. C.);τᾶς ὠ. τὸ ἀντίγραφον IG9(1).331.5
(Chaleion, ii B. C.).III purchase-money, price,εἰς.. τῶν ὅπλων τὴν ὠ. παρέσχε τρισμυρίας δραχμάς Lys.19.43
;ἐπέθηκε τῇ ὠ. τάλαντον Plu.Alc. 5
. -
3 ὦνος
ὦνος, ὁ,A price paid for a thing,ὁ δ' ἄξιον ὦνον ἔδωκε Od.15.388
, cf. Il.21.41;ἄσπετον ὦνον ἕλοιτο Od.14.297
;ὁ δ' ὑμῖν μυρίον ὦνον ἄλφοι 15.452
; the person or thing bought being in gen., Αυκάονος ὦνον ἔδωκε for Lycaon, Il.23.746, cf. Theoc.1.58, Inscr.Delos 502A17 (iii B. C.).
См. также в других словарях:
όννα — ὄννα, ἡ (Α) (αιολ. τ.) βλ. ωνή … Dictionary of Greek
вено — др. русск. вѣно плата за невесту, приданое невесты , укр. вiно, чеш. věno, польск. wiano, др. русск. вѣновати, вѣнити продавать . Трудное слово. Считается родственным лат. vēnum продажа , vendo из vēnum dō продаю , греч. ὦνος цена (из *vōsnos),… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ωνή — και ὠνά και αιολ. τ. ὄννα, ἡ, Α 1. αγορά,.οὐνή* («ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾱσιν», Σοφ.) 2. προσφορά τιμής, διαπραγμάτευση, παζάρεμα 3. ανάληψη μισθώσεως δημόσιων φόρων ή άλλων κρατικών προσόδων 4. συμβόλαιο πώλησης 5. αγοραστική αξία, τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ … Dictionary of Greek
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
u̯es-no- (*su̯es-no-) — u̯es no (*su̯es no ) English meaning: price Deutsche Übersetzung: “Kaufpreis” Material: By den einzelnen Sprachen sways e and o vocalism: O.Ind. vasna m. “Kaufpreis”, n. “earnings”, vasnayati “feilscht”; Arm. gin “Kaufpreis”; Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary