-
1 βούκερας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούκερας
-
2 βούκερας
βού-κερας, Ochsenhorn, ein Schotengewächs -
3 τήλη
τήλη, ἡ,
См. также в других словарях:
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek