-
1 τήλη
τήλη, ἡ, -
2 τήλη
τήληfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 τήλην
τήληfem acc sg (attic epic ionic) -
4 τήλης
τήληfem gen sg (attic epic ionic) -
5 τηλ'
-
6 τῆλ'
См. также в других словарях:
τήλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήλη — ἡ, Α βλ. τῆλις … Dictionary of Greek
τήλην — τήλη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήλης — τήλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήλις — εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. ιος και τήλη, ης, Α το φυτό τήλι, είδος τού γένους κορίανδρο ή κόλιαντρο αρχ. τᾱλις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. με το αρχ. ινδ. tāla «κρασί από φοίνικες», το λατ. tālea «πάσσαλος,… … Dictionary of Greek
τῆλ' — τῆλαι , τήλη fem nom/voc pl τῆλε , τῆλε at a distance indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)