-
1 βουβώνας
-
2 βουβῶνας
-
3 διάκενος
διά-κενος, ον,A empty, hollow,σφαῖρα Sor. 1.93
;τὸ δ.
gap, breach,Th.
4.135,5.71;τὸ δ. τοῦ ὀδόντος Antyll.
ap. Orib.10.36.3; interval, Aristox.Harm.p.26 M.;τὰ δ.
hollows,Pl.
Ti. 58b, 60e; διάκενον δεδορκότα with a vacant stare, of skeletons, Luc. Nec.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάκενος
-
4 καταπείρω
A insert,ἐμβρυουλκὸν εἰς τόπον Sor.2.62
;τοῖς κατὰ τοὺς βουβῶνας τὰ σκέλη Hld.10.32
:—[voice] Pass.,- πεπαρμένον ἐν ποδὶ σκόλοπα Gal.Nat.Fac.1.14
; - παρεῖσαι ([tense] aor. 2 part.) τῇ φάρυγγι ἄκανθαι Paul. Aeg.6.32; of persons,- παρέντες εἰς τὴν Ἱμεραίων θηρόβοτον ἄχρι τῶν στηθῶν Phalar.Ep.147.4
. ( καταπείραντες (- ροντες cod.)· καταδύσαντες (- δής- cod.), dub. in Hsch.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπείρω
-
5 ἐγχρίμπτω
Aἐνέχριμψα Il.23.334
, Hdt.2.60 (v.l.- χρίψαντες):—[voice] Med., [tense] fut. -χρίμψομαι A.R.4.939
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐνεχρίμφθην Il.23.338
:— bring near to, with collat. notion of force, strike or dash against, τῷ [τέρματι] σὺ μάλ' ἐγχρίμψας ἐλάαν σχεδὸν ἅρμα drive the chariot close so as almost to touch the post, ib. 334 (so ἐν νύσσῃ δέ τοι ἵππος.. ἐγχριμφθήτω let him almost touch the post, ib. 338); ἐ. τὴν βᾶριν τῇ γῇ to bring the boat close to land, Hdt.2.60; ἐ. (sc. τὴν ναῦν)τῷ αἰγιαλῷ Id.9.98
;ἐ. τὸν ἵππον τῇ θηλέῃ Id.3.85
;ἐ. ἐς τὴν γῆν App.BC 5.81
.II intr., approach, :—more freq. in [voice] Pass. in this sense, ἐγχριμφθείς having come near to assault one, Il.13.146;ἐνιχριμφθέντα πύλῃσιν 17.405
; αἰχμὴ ὀστέῳ ἐγχριμφθεῖσα the point driven to the very bone, 5.662; ἀσπίδ' (i.e. ἀσπίδι) ἐνιχριμφθείς dashed against his shield, 7.272; νωλεμὲς ἐγχρίμπτοντο they pressed unceasing on, 17.413; later, keep close to, ἐ. (sc. τῇ γῇ), of fish, Hdt. 2.93;ἐν οὔδει Maiist.24
; ἐ. γυναικί, = πλησιάζω, Hdt.4.113; κύνες ἐλάφοις ἐγχριμπτόμεναι pursuing them, E.Hipp. 218 (anap.); of serpents, attack, τινί v.l. for - σκίμψῃ in Nic.Th. 336, cf. A.R.4.1512, Philostr. l.c.; of elephants, Opp.C.2.535; of disease, attack a particular part,ἐς τοὺς βουβῶνας Hp.Mul.2.137
;ἀρθρῖτις ἐ. ἐς ἄρθρα Aret. SD2.12
.—Poet., [dialect] Ion. and late Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγχρίμπτω
См. также в других словарях:
βουβώνας — ο και βουβώνα, η (AM βουβών) συνήθως στον πληθ. το μέρος του σώματος ανάμεσα στο ανώτερο τμήμα των μηρών και στα γεννητικά όργανα, η κοιλότητα ανάμεσα στην κοιλιά και στους μηρούς (αρχ. μσν.) πρήξιμο στη βουβωνική χώρα μσν. πανούκλα αρχ. το… … Dictionary of Greek
βουβώνας — ο το μέρος του σώματος ανάμεσα στο μηρό και το υπογάστριο: Πρήστηκε στο βουβώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουβῶνας — βουβών groin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούβαστις — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου. Ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη θεά της Αιγύπτου, η οποία είχε κεφάλι γάτας και το αιγυπτιακό της όνομα ήταν Μποομπάστη. Η πόλη ήταν χτισμένη στο δέλτα του Νείλου, με ναό της πολιούχου θεάς, και την 3η χιλιετία π.Χ.… … Dictionary of Greek
δερματομυκητίαση — Κάθε δερματική μυκητιασική λοίμωξη. Συνήθως προσβάλλει υγρά σημεία που καλύπτονται από ρούχα, όπως είναι ο βουβώνας. * * * η παρασιτική νόσος τού δέρματος που οφείλεται σε μύκητες … Dictionary of Greek