-
1 βοστρυχηδόν
βοστρυχηδόν, lockenartig, Luc. de conscr. hist. 19 neben ἑλικηδόν; vgl. Philops. 22.
-
2 βοστρυχηδον
adv. в знач. adj. в виде локона, т.е. клубящийся, извивающийся(δράκοντες Luc.)
-
3 βοστρυχηδόν
βοστρυχηδόνcurly: indeclform (adverb) -
4 βοστρυχηδόν
-
5 βοστρυχηδόν
επίρρ. завитушками -
6 βοστρυχηδόν
βοστρῠχ-ηδόν, Adv.A curly, like curls, Luc.Hist.Conscr.19, Philops. 22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοστρυχηδόν
-
7 βόστρυχος
Grammatical information: m.Meaning: `curl, lock of hair' (Archil.).Other forms: pl. also βόστρυχα (AP)Derivatives: βοστρύχιον, also `vine-tendril' (Arist., AP), βοστρύχια στέμφυλα H.; cf. βότρυχος s. βότρυς; ; βοστρυχηδόν `in locks' (Luk.). - βοστρυχίζω, βοστρυχόομαι. On the χ-Suffix Schwyzer 498, Chantr. Form. 402.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. The suffix - υχ- could well be Pre-Greek (-υC- is frequent), and this is probable for the whole word. On the confusion with βότρυς s.v.Page in Frisk: 1,254Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βόστρυχος
См. также в других словарях:
βοστρυχηδόν — (Α) [βόστρυχος] επίρρ. σε βοστρύχους, κατά βοστρύχους … Dictionary of Greek
βοστρυχηδόν — curly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek