-
1 βόσκ'
βόσκε, βόσκωfeed: pres imperat act 2nd sgβόσκε, βόσκωfeed: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 βοσκάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσκάδιος
-
3 βοσκάς
-
4 βοσκεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσκεών
-
5 βοσκή
βοσκ-ή, ἡ,A fodder, food, pasturage, A.Eu. 266 (lyr.);πέτεσθαι ἐπὶ βοσκήν Arist.
H A624a27, cf. PLond.5.1692 (vi A. D.): pl..μήλων τε βοσκάς A.Fr.44.5
, cf. E.Hel. 1331 (lyr.). -
6 βόσκημα
A that which is fed or fatted: in pl., fatted beasts, cattle, S.Tr. 762, E.Ba. 677, X.HG4.6.6; of sheep, E.Alc. 576 (lyr.), El. 494; ἐμῆς χερὸς β., of horses, Id.Hipp. 1356 (lyr.); of dogs, X.Cyr.8.1.9;ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Arist.Pol. 1319a20
: dual, of a couple of pigs, Ar.Ach. 811: sg., of a single beast,ἄκανθα ποντίου β. A.Fr.275.3
; ; opp. θηρίον, Arist.MM 1204a38, Str.16.4.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βόσκημα
-
7 βοσκηματώδης
βοσκ-ημᾰτώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσκηματώδης
-
8 βόσκησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βόσκησις
-
9 βοσκητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσκητέον
-
10 βοσκήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσκήτωρ
-
11 βόσκω
βόσκω, fut. βοσκήσω, mid. ipf. (ἐ) βόσκετο, iter. βοσκέσκοντο: I. act., feed. pasture; of the herdsman, βοῦς βόσκ' ἐν Περκώτῃ, Il. 15.548, and of the element that nourishes, ( νῆσος) βόσκει αἶγας, Od. 9.124; Ἀμφιτρίτη κήτεα, Od. 12.97; γαῖα ἀνθρώπους, Od. 11.365, etc.—II. mid., feed, graze, Od. 4.338, Od. 21.49.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βόσκω
См. также в других словарях:
βόσκ' — βόσκε , βόσκω feed pres imperat act 2nd sg βόσκε , βόσκω feed imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμποδώνω — ἐμποδώνω και ἀμποδώνω (Μ) εμποδίζω («να τσ ἀμποδώσει στην στράτα αὐτὴν λογιάζει», Πιστ. Βοσκ.) … Dictionary of Greek
κοπρεών — κοπρεών, ώνος, ὁ (Μ) κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, βοσκ εών)] … Dictionary of Greek
νιώμα — το [νιώθω] 1. αίσθηση 2. ψυχή («εις δύο συνηβασμένα θελήματα ένα νιώμα», Πιστ. βοσκ.) … Dictionary of Greek
προβατών — και προβατεών, και προβατιών, ῶνος, ό, Α μάνδρα προβάτων, μαντρί, στάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον / προβάτιον + κατάλ. εών / ών (πρβλ. βοσκ εών)] … Dictionary of Greek
τοκεών — ῶνος, ὁ, Α τοκεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + επίθημα εών (πρβλ. βοσκ εών)] … Dictionary of Greek
φιληλιάς — άδος, ἡ, Α αυτή που αγαπά τον ήλιο, που τής αρέσει ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἥλιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. βοσκ άς)] … Dictionary of Greek