-
1 обойтись
обойтись 1) (чём-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέρα· \обойтись без чего-л. βολεύομαι χωρίς κάτι 2) (стоить) κοστίζω* дорого (дёшево) \обойтись στοιχίζω (или κοστίζω) ακριβά ( φτηνά) 3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι* * *1) (чем-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέραобойти́сь без чего́-л. — βολεύομαι χωρίς κάτι
2) ( стоить) κοστίζωдо́рого (дёшево) обойти́сь — στοιχίζω ( или κοστίζω) ακριβά (φτηνά)
3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι -
2 располагаться
располагатьсянесов ἐγκαθίσταμαι, βολεύομαι:\располагаться на опушке леса ἐγκαθίσταμαι στήν παρυφή τοῦ δάσους· \располагаться в вагоне βολεύομαι στό βαγόνι· удобно \располагаться βολεύομαι ἄνετα· \располагаться лагерем воен. στρατοπεδεύω, καταυλίζομαι· \располагаться на постой воен. σταθμεύω. -
3 расположиться
-
4 удобно
удобно 1. нареч. βολικά, άνετα· \удобно устроиться βολεύομαι βολικά 2. предик. είναι καλά* вам \удобно? νιώθετε καλά (или βολευτήκατε); \удобно ли прийти так поздно? κάνει να έρθω τόσο αργά;* * *1. нареч.βολικά, άνετα2. предик.удо́бно устро́иться — βολεύομαι βολικά
вам удо́бно? — νιώθετε καλά ( или βολευτήκατε)
удо́бно ли прийти́ так по́здно? — κάνει να έρθω τόσο αργά
-
5 обходиться
обходитьсянесов1. (обращаться, поступать) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι; плохо \обходиться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον2. (стоить) κοστίζω, στοιχίζω·3. (удовлетворяться) βολεύομαι, περνώ μέ...:\обходиться ста рублями μπορώ νά περάσω μέ ἐκατό ρούβλια· \обходиться без чего́-л. βολεύομαι χωρίς κάτι. -
6 окопаться
окоп||аться1. см. окапываться·2. перен βολεύομαι:\окопатьсяаться в тылу́ κάθομαι (или βολεύομαι) στά μετόπισθεν (ἐν καιρώ πολέμου). ὀκοροκ м τό χοιρομέρι, τό χοιρομήριον, τό ζαμπόν (свиной)/ ὁ μηρός προβάτου, τό μερί, τό μπούτι (бараний). -
7 прикорнуть
прикорнутьсов разг· βολεύομαι, γέρνω:\прикорнуть на диване βολεύομαι στό ντιβάνι. -
8 приткнуть
ρ.σ.μ. (απλ.)1. καρφιτσώνω•бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παραμάνα.
2. χώνω, βολεύω ταχτοποιώ διευθετώ•-и вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γωνία.
3. μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά χώνω.1. βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενόχωρα• στριμώχνομαι. || καταλύω, βρίσκω κατάλυμα, χώνομαι κάπου.2. μτφ. (απλ.) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά• χώνομαι. -
9 устроить
устрою, устроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устроенный, βρ: -роен, -а, -оρ.σ.μ.1. χτίζω• ιδρύω•устроить школу χτίζω σχολείο.
2. κατασκευάζω, συναπαρτίζω. || μτφ. δημιουργώ, πλάθω, φτιάχνω.3. οργανώνω, συγκροτώ, συνιστώ, συστήνω•устроить выставку οργανώνω έκθεση•
устроить концерт οργανώνω συναυλία•
устроить спектакль συστήνω θέαμα.
|| στήνω•устроить засаду στήνω ενέδρα.
4. διευθετώ, τακτοποιώ• κανονίζω•ρυθμίζω•устроить свою комнату τακτοποιώ το δωμάτιο μου•
устроить свой дела τακτοποιώ τις υποθέσεις μου.
|| δημιουργώ•устроить скандал δημιουργώ σκάνταλο•
устроить сцену δημιουργώ σκηνή•
устроить неприятности δημιουργώ δυσάρεστα (δυσάρεστες πράξεις).
|| βάζω•устроить племянника на работу τακτοποιώ τον ανεψιό σε δουλειά•
устроить больного в санаторию βάζω τον άρρωστο στο σανατόριο.
|| εξασφαλίζω, παρέχω.5. ικανοποιώ•это меня вполне -иг αυτό με ικανοποεί πλήρως.
1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι• κανονίζομαι•их жизнь ещё не -лась η ζωή τους ακόμα δεν έστρωσε•
дело -ится η υπόθεση θα τακτοποιηθεί.
2. βολεύομαι•устроить спать на диване βολεύομαι για ύπνο στο ντιβάνι.
|| τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι (σε δουλειά)• διορίζομαι•он -лся на службе αυτός έπιασε υπηρεσία (διορίστηκε σε υπηρεσία)•
устроить на работу πιάνωδούλειά.
-
10 устроить
устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι* * *1) ( организовать) οργανώνω, κάνωустро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά
2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω -
11 устроиться
1) εγκαθιστώμαιустро́итьсяся на рабо́ту — πιάνω δουλειά
как вы устро́ились? — πώς ταχτοποιηθήκατε
2) ( наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι -
12 примоститься
примоститьсясов разг:βολεύομαι, στρώνομαι. -
13 пристраиваться
пристраивать||сяτακτοποιούμαι, βολεύομαι / βρίσκω δουλειά, διορίζομαι (на работу). -
14 устраивать
устраива||тьнесов1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:\устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:\устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:\устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά. -
15 обходиться
[απχαντίτ'σα] ρ. συμπεριφέρομαι, βολεύομαι -
16 пристраиваться
[πριστράιβατσα] ρ. τακτοποιούμαι, βολεύομαι -
17 обходиться
[απχαντίτ'σα] ρ συμπεριφέρομαι, βολεύομαι -
18 пристраиваться
[πριστράιβατσα] ρ τακτοποιούμαι, βολεύομαι -
19 взмостить
-ощу, -остишь ρ.σ.μ.(απλ.) ρπιθέτω• βάζω, θέτω! επάνω, ψηλά.πιάνω θέση, τακτοποιούμαι, βολεύομαι. -
20 мостить
мощу, мостишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мощённый, βρ: -щён, -а-όρ.δ.μ.1. λιθοστρώνω, πλακοστρώνω• σκυροστρώνω.2. σανιδώνω, πατώνω γέφυρα.3. (διαλκ.) υποθέτω, βάζω (στρώνω) υπό.1. τακτοποιούμαι, τοποθετούμαι, βολεύομαι.2. λιθοστρώνομαι κλπ..ρ•ρ ενεργ. φ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βολεύομαι — βολεύομαι, βολεύτηκα, βολεμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… … Dictionary of Greek
καλοκάθομαι — 1. κάθομαι καλά, τοποθετούμαι σε μια θέση άνετα, αναπαυτικά, στρογγυλοκάθομαι 2. εγκαθίσταμαι μόνιμα κάπου, βολεύομαι κάπου 3. μτφ. κάθομαι φρόνιμα, περνώ ήρεμη και σεμνή ζωή … Dictionary of Greek
μπαλώνω — (Μ μπαλώνω) 1. επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο, συνήθως ένδυμα ή υπόδημα, με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ή άλλο παρόμοιο ύφασμα ή δέρμα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπαλωμένος η, ο αυτός που έχει μπαλώματα («μπαλωμένο παντελόνι») νεοελλ … Dictionary of Greek
μόδος — ο (Μ μόδος) 1. τρόπος («εις κάποιο μόδο γεις τ αλλού ήπαιζε με τ αμμάτι», Ερωτόκρ.) 2. μέθοδος 3. δυνατότητα 4. μέσο 5. φρ. α) «είμαι τού μόδου μου» είμαι ελεύθερος β) «κάνω μόδο» i) βρίσκω τρόπο ii) πετυχαίνω νεοελλ. επάρκεια πόρων ζωής,… … Dictionary of Greek
βολεύω — εψα, εύτηκα, βολεμένος 1. τακτοποιώ, τοποθετώ πράγματα σε μικρό χώρο: Βόλεψα όλα τα ρούχα μου στη μικρή ντουλάπα. 2. μτφ., τακτοποιώ, διορίζω κάποιον σε δουλειά: Ο γνωστός του βουλευτής τον βόλεψε σε δημόσια υπηρεσία. 3. φρ., «Τα βολεύω»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)