Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βολεύομαι

  • 1 обойтись

    обойтись 1) (чём-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέρα· \обойтись без чего-л. βολεύομαι χωρίς κάτι 2) (стоить) κοστίζω* дорого (дёшево) \обойтись στοιχίζω (или κοστίζω) ακριβά ( φτηνά) 3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι
    * * *
    1) (чем-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέρα

    обойти́сь без чего́-л. — βολεύομαι χωρίς κάτι

    2) ( стоить) κοστίζω

    до́рого (дёшево) обойти́сь — στοιχίζω ( или κοστίζω) ακριβά (φτηνά)

    3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > обойтись

  • 2 располагаться

    располагаться
    несов ἐγκαθίσταμαι, βολεύομαι:
    \располагаться на опушке леса ἐγκαθίσταμαι στήν παρυφή τοῦ δάσους· \располагаться в вагоне βολεύομαι στό βαγόνι· удобно \располагаться βολεύομαι ἄνετα· \располагаться лагерем воен. στρατοπεδεύω, καταυλίζομαι· \располагаться на постой воен. σταθμεύω.

    Русско-новогреческий словарь > располагаться

  • 3 расположиться

    Русско-греческий словарь > расположиться

  • 4 удобно

    удобно 1. нареч. βολικά, άνετα· \удобно устроиться βολεύομαι βολικά 2. предик. είναι καλά* вам \удобно? νιώθετε καλά (или βολευτήκατε); \удобно ли прийти так поздно? κάνει να έρθω τόσο αργά;
    * * *
    1. нареч.
    βολικά, άνετα

    удо́бно устро́иться — βολεύομαι βολικά

    2. предик.

    вам удо́бно? — νιώθετε καλά ( или βολευτήκατε)

    удо́бно ли прийти́ так по́здно? — κάνει να έρθω τόσο αργά

    Русско-греческий словарь > удобно

  • 5 обходиться

    обходиться
    несов
    1. (обращаться, поступать) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι; плохо \обходиться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον
    2. (стоить) κοστίζω, στοιχίζω·
    3. (удовлетворяться) βολεύομαι, περνώ μέ...:
    \обходиться ста рублями μπορώ νά περάσω μέ ἐκατό ρούβλια· \обходиться без чего́-л. βολεύομαι χωρίς κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > обходиться

  • 6 окопаться

    окоп||аться
    1. см. окапываться·
    2. перен βολεύομαι:
    \окопатьсяаться в тылу́ κάθομαι (или βολεύομαι) στά μετόπισθεν (ἐν καιρώ πολέμου). ὀκοροκ м τό χοιρομέρι, τό χοιρομήριον, τό ζαμπόν (свиной)/ ὁ μηρός προβάτου, τό μερί, τό μπούτι (бараний).

    Русско-новогреческий словарь > окопаться

  • 7 прикорнуть

    прикорнуть
    сов разг· βολεύομαι, γέρνω:
    \прикорнуть на диване βολεύομαι στό ντιβάνι.

    Русско-новогреческий словарь > прикорнуть

  • 8 приткнуть

    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. καρφιτσώνω•

    бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παραμάνα.

    2. χώνω, βολεύω ταχτοποιώ διευθετώ•

    -и вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γωνία.

    3. μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά χώνω.
    1. βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενόχωρα• στριμώχνομαι. || καταλύω, βρίσκω κατάλυμα, χώνομαι κάπου.
    2. μτφ. (απλ.) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά• χώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приткнуть

  • 9 устроить

    устрою, устроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устроенный, βρ: -роен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χτίζω• ιδρύω•

    устроить школу χτίζω σχολείο.

    2. κατασκευάζω, συναπαρτίζω. || μτφ. δημιουργώ, πλάθω, φτιάχνω.
    3. οργανώνω, συγκροτώ, συνιστώ, συστήνω•

    устроить выставку οργανώνω έκθεση•

    устроить концерт οργανώνω συναυλία•

    устроить спектакль συστήνω θέαμα.

    || στήνω•

    устроить засаду στήνω ενέδρα.

    4. διευθετώ, τακτοποιώ• κανονίζω•ρυθμίζω•

    устроить свою комнату τακτοποιώ το δωμάτιο μου•

    устроить свой дела τακτοποιώ τις υποθέσεις μου.

    || δημιουργώ•

    устроить скандал δημιουργώ σκάνταλο•

    устроить сцену δημιουργώ σκηνή•

    устроить неприятности δημιουργώ δυσάρεστα (δυσάρεστες πράξεις).

    || βάζω•

    устроить племянника на работу τακτοποιώ τον ανεψιό σε δουλειά•

    устроить больного в санаторию βάζω τον άρρωστο στο σανατόριο.

    || εξασφαλίζω, παρέχω.
    5. ικανοποιώ•

    это меня вполне -иг αυτό με ικανοποεί πλήρως.

    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι• κανονίζομαι•

    их жизнь ещё не -лась η ζωή τους ακόμα δεν έστρωσε•

    дело -ится η υπόθεση θα τακτοποιηθεί.

    2. βολεύομαι•

    устроить спать на диване βολεύομαι για ύπνο στο ντιβάνι.

    || τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι (σε δουλειά)• διορίζομαι•

    он -лся на службе αυτός έπιασε υπηρεσία (διορίστηκε σε υπηρεσία)•

    устроить на работу πιάνωδούλειά.

    Большой русско-греческий словарь > устроить

  • 10 устроить

    устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι
    * * *
    1) ( организовать) οργανώνω, κάνω

    устро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά

    2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω
    3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω

    Русско-греческий словарь > устроить

  • 11 устроиться

    устро́итьсяся на рабо́ту — πιάνω δουλειά

    как вы устро́ились? — πώς ταχτοποιηθήκατε

    2) ( наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι

    Русско-греческий словарь > устроиться

  • 12 примоститься

    примоститься
    сов разг:
    βολεύομαι, στρώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > примоститься

  • 13 пристраиваться

    пристраивать||ся
    τακτοποιούμαι, βολεύομαι / βρίσκω δουλειά, διορίζομαι (на работу).

    Русско-новогреческий словарь > пристраиваться

  • 14 устраивать

    устраива||ть
    несов
    1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:
    \устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·
    2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:
    \устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·
    3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:
    \устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·
    4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:
    это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться
    1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:
    у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·
    2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > устраивать

  • 15 обходиться

    [απχαντίτ'σα] ρ. συμπεριφέρομαι, βολεύομαι

    Русско-греческий новый словарь > обходиться

  • 16 пристраиваться

    [πριστράιβατσα] ρ. τακτοποιούμαι, βολεύομαι

    Русско-греческий новый словарь > пристраиваться

  • 17 обходиться

    [απχαντίτ'σα] ρ συμπεριφέρομαι, βολεύομαι

    Русско-эллинский словарь > обходиться

  • 18 пристраиваться

    [πριστράιβατσα] ρ τακτοποιούμαι, βολεύομαι

    Русско-эллинский словарь > пристраиваться

  • 19 взмостить

    -ощу, -остишь ρ.σ.μ.
    (απλ.) ρπιθέτω• βάζω, θέτω! επάνω, ψηλά.
    πιάνω θέση, τακτοποιούμαι, βολεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > взмостить

  • 20 мостить

    мощу, мостишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мощённый, βρ: -щён, -а
    ρ.δ.μ.
    1. λιθοστρώνω, πλακοστρώνω• σκυροστρώνω.
    2. σανιδώνω, πατώνω γέφυρα.
    3. (διαλκ.) υποθέτω, βάζω (στρώνω) υπό.
    1. τακτοποιούμαι, τοποθετούμαι, βολεύομαι.
    2. λιθοστρώνομαι κλπ..ρ•ρ ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > мостить

См. также в других словарях:

  • βολεύομαι — βολεύομαι, βολεύτηκα, βολεμένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… …   Dictionary of Greek

  • καλοκάθομαι — 1. κάθομαι καλά, τοποθετούμαι σε μια θέση άνετα, αναπαυτικά, στρογγυλοκάθομαι 2. εγκαθίσταμαι μόνιμα κάπου, βολεύομαι κάπου 3. μτφ. κάθομαι φρόνιμα, περνώ ήρεμη και σεμνή ζωή …   Dictionary of Greek

  • μπαλώνω — (Μ μπαλώνω) 1. επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο, συνήθως ένδυμα ή υπόδημα, με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ή άλλο παρόμοιο ύφασμα ή δέρμα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπαλωμένος η, ο αυτός που έχει μπαλώματα («μπαλωμένο παντελόνι») νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • μόδος — ο (Μ μόδος) 1. τρόπος («εις κάποιο μόδο γεις τ αλλού ήπαιζε με τ αμμάτι», Ερωτόκρ.) 2. μέθοδος 3. δυνατότητα 4. μέσο 5. φρ. α) «είμαι τού μόδου μου» είμαι ελεύθερος β) «κάνω μόδο» i) βρίσκω τρόπο ii) πετυχαίνω νεοελλ. επάρκεια πόρων ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • βολεύω — εψα, εύτηκα, βολεμένος 1. τακτοποιώ, τοποθετώ πράγματα σε μικρό χώρο: Βόλεψα όλα τα ρούχα μου στη μικρή ντουλάπα. 2. μτφ., τακτοποιώ, διορίζω κάποιον σε δουλειά: Ο γνωστός του βουλευτής τον βόλεψε σε δημόσια υπηρεσία. 3. φρ., «Τα βολεύω»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»