-
1 βλάβαι
βλάβηharm: fem nom /voc plβλάβᾱͅ, βλάβηharm: fem dat sg (doric aeolic) -
2 κώλυμα
A hindrance, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; E. Ion 862 (anap.);κ. θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30
;βασιλικὸν κ. PFrankf.1.100
(iii B.C.): pl.,κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9
: c.inf., hindrance against, ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας] Th.4.67; κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν] Id.1.16: c. gen., κ. φορᾶς impediment to motion, Pl. Cra. 418e;ἐνεργείας Ocell.4.12
: c. dat., [ τῷ αἵματι] Hp.Flat.8:κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν Thphr.CP2.7.5
. -
3 ποδώκης
A swiftfooted, Hom. (esp. in Il.), mostly epith. of Achilles, 2.860, al.; of Dolon, 10.316; of the mares of Eumelus, 2.764, cf. Hes.Sc. 191: in Prose,ἄνθρωπος Th.3.98
, cf. Plu. Fab.7;δρομεύς Alcid.Soph.7
;ἡμεροσκόποι Aen.Tact.6.5
; [ἐφ' ἵππων] ὅτι -εστάτων Pl.R. 467e
, cf. Palaeph.1 ([comp] Comp.);κύων Id.4
;λαγώς X.Mem.3.11.8
.2 generally, swift, quick, (nisi leg. οἶμα)ποδώκει χαλκεύματι Id.Ch. 576
;τό τοι κακὸν ποδῶκες ἔρχεται Id.Fr.22
;θεῶν π. βλάβαι S.Ant. 1104
: metaph., hasty, impetuous, rash,οὐ χρὴ π. τὸν τρόπον λίαν φορεῖν Trag.Adesp.519
: [comp] Sup. ποδωκέστατος Pl.l.c.; [dialect] Ep.ποδωκηέστατος A.R.1.180
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδώκης
-
4 πυρίφλεκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίφλεκτος
-
5 σύμφυτος
σύμφῠτ-ος, ον,A born with one, congenital, innate,ἀρετά Pi.I.3.14
; κακόν, ἐπιθυμία, Pl.R. 609a, Plt. 272e; of diseases, Hp.Coac. 502;βλάβαι καὶ διαφθοραὶ τοῦ σώματος Gal.6.3
; natural, τῶν σιτίων ἔνια ἔχει γλυκύτητα σ. ib.475, cf. 731;σ. ἐχούσης ὑγρότητα τῆς γλώττης Id.16.508
; σ. αἰών our natural age, i.e. our old age (acc. to the Sch.), A.Ag. 107 (lyr.); νεικέων τέκτονα σ. the natural author of strife, i.e. a cause of strife natural to the race, ib. 152 (lyr.); εἰς τὸ σ. according to one's nature, E.Andr. 954; ὕδωρ σ. ἐν γάλακτι, opp. ἐπακτόν, Arist.Mete. 382b12;τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις Id.Po. 1448b5
; σ. [πνεῦμα], i.e. the vital spirit, Id.Spir. 482a8; σ. ὑγρὸν καὶ θερμόν (in a seed) Thphr.HP1.11.1;πρῶτον ἀγαθὸν καὶ σύμφυτον ἡδονή Epicur.Ep.3p.63U.
; τὰ σ. natural functions or parts, Arist.GA 753a17, Ph. 253a12.2 c. dat., natural to,σ. αὐτοῖς δειλία Lys.10.28
; ἀϋδρία τισὶ τόποις ς. Pl.Lg. 844b; τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, opp. τὰ ὑστερογενῆ (such as milk), Arist.HA 521b17, cf. Thphr.Sens.1,16.3 c. gen., [τῶν φθόγγων] σ. ἡδοναί Pl.Phlb. 51d
;εὐβουλία ἀρετὴ λογισμοῦ σ. Id.Def. 413c
: cf. συγγενής, σύγγονος.II grown together,διάστασις τῶν σ. μερῶν Arist.Top. 145b3
;σ. τῷ Χιτῶνι Id.HA 557b18
;ἐγκεφάλου σκέπασμα σ. μὲν οὐκέτι, πολλαχόθι μέντοι συμφυές Gal. UP8.9
;σ. ἐμποιεῖν τινί τι Pl.Phd. 81c
; united, Id.Phdr. 246a, Ep.Rom.6.5; of qualities in relation to matter,ὕλη.. λαβοῦσα ποιότητας.. καὶ οἷον συμφύτους αὐτὰς ἔχουσα καὶ συγκεκραμένας ἀλλήλαις Plot.3.6.8
, cf. 3.6.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμφυτος
-
6 συντέμνω
συντέμνω, [dialect] Ion. [suff] συντελ-τάμνω Hdt.7.123: [tense] fut. - τεμῶ: [tense] aor. - έτεμον:—A cut down, cut short,ξ. τὰς πρῴρας ἐς ἔλασσον Th.7.36
; σ. χιτῶνας cut out, shape them, X.Cyr.8.2.5; συντέμνει δ' ὅρος ὑγρᾶς θαλάσσης the sea cuts short, terminates (my realm), A.Supp. 258; σ. τὰς πλεκτάνας cut them off, Alex.187, cf. 84.2 metaph.,εἰς ἓν.. πάντα τὰ μέλη ξυντεμῶ Ar.Ra. 1262
;τὸν ἐνιαυτὸν σ. εἰς μῆν' ἕνα Philippid.25.1
; τιμὰς ξ. abridge them, A.Eu. 227; :—[voice] Med.,πάντα τοι ξυντέμνεται Κύπρις.. βουλεύματα S.Fr.941.16
.3 esp. of expenses,σ. τὴν μισθοφοράν Th.8.45
; σ. τὰς δαπάνας εἰς τὰ καθ' ἡμέραν cut down one's expenses to one's daily wants, X.Hier.4.9:—[voice] Pass., εἰ.. ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται (v.εὐτέλεια 11
) Th.8.86; συντμηθῆναι τὴν σύνταξιν that my allowance has been cut down, PCair.Zen.577.11 (iii B.C.).II of speech,ἐν βραχεῖ πολλοὺς λόγους Ar. Th. 178
, cf. Aeschin.2.31;σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει Pl.Prt. 334d
: then ( λόγον being omitted), cut the matter short, speak briefly,ὡς δὲ συντέμω E.Tr. 441
;ἅπαντα συντεμὼν φράσω Id.Hec. 1180
; σύντεμνε cut short, make an end, Mnesim.3.4;οἶνον εἰπὲ συντεμών Antiph.52.12
; συντεμόντι, like συνελόντι εἰπεῖν, in brief, Anaxil.22.30: also ς. (sc. τὴν ὁδόν) cut the way short, cut across,σ. ἀπ' Ἀμπέλου ἄκρης ἐπὶ Καναστραῖον ἄκρην Hdt.7.123
.III intr., τοῦ χρόνου συντάμνοντος as the time became short, Id.5.41.V cut together, join by an incision, ap. Orib.44.23.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντέμνω
-
7 ἑκούσιος
ἑκούσι-ος, α, ον S.Tr. 727, 1123, etc.; also ος, ον Id.Ph. 1318, E.Supp. 151, Antipho 2.2.3, Th.6.44, etc.: ([etym.] ἑκών):—of actions,A voluntary,πόνοι Democr.240
;βλάβαι S.Ph.
l.c.; φυγή E.l.c.; , etc.; ; πράξεις ib. 603c, al.; , al., etc.; undertaken voluntarily,POxy.
473.3 (ii A.D.); τὰ ἑ. voluntary acts, opp. τὰ ἀκούσια, IG1.1, X.Mem.2.1.18, Arist.EN 1109b31.2 rarely of persons, willing, acting of free will,ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία S.Tr. 1123
;ἑ. ἀποθανεῖν Th.1.138
.II Adv. , etc.; alsoἑκουσίῳ τρόπῳ Id.Med. 751
; ἐξ ἑκουσίας (sc. γνώμης) S.Tr. 727 ;καθ' ἑκουσίαν Th.8.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκούσιος
-
8 θιγγάνω
θιγγάνω 2 aor. ἔθιγον (Trag. et al. but not in Attic prose [WRutherford, New Phryn. 1881, 169f; 391]; Hippocr. [Anz 293]; ins, pap; Ex 19:12; JosAs16 [p. 64, ln. 20 Bat.] cod. A [ἔθηξε fr. the by-form θίγω]) touch τινός someth. (Aeschyl. et al.; EpArist 106) Hb 12:20 (cp. Dio Chrys. 31, 10). In a hostile sense τινός someone (Eur., Iph. A. 1351; of what is morally harmful AcThom 12 [Aa II/2, 118, 5] παῖδες, ὧν αἱ βλάβαι αὗται οὐ θιγγάνουσι) Hb 11:28. Abs. Col 2:21 (IG XII/3, 451 μὴ θίγγανε); but s. ἅπτω 3.—Cp. ψηλαφάω, s. Schmidt, Syn. I, 228–43. DELG. M-M.
См. также в других словарях:
βλάβαι — βλάβη harm fem nom/voc pl βλάβᾱͅ , βλάβη harm fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποκαθίστημι — ΜΑ, και συναποκαθιστάνω και συναποκαθιστῶ, άω, Α [ἀποκαθίστημι] μέσ. συναποκαθίσταμαι υποχωρώ, κοπάζω («αἵ μὲν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν αἰτιῶν βλάβαι ταχὺ συναποκαθίστανται», Γαλ.) αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον στο ταξίδι τής επιστροφής 2. μέσ. επανέρχομαι στο… … Dictionary of Greek
συντέμνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντέμνω και ιων. τ. συντάμνω Α [τέμνω] μτφ. α) περιστέλλω, περιορίζω, περικόπτω β) (σχετικά με λόγο) συντομεύω νεοελλ. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η συντέμνουσα μαθ. τριγωνομετρική συνάρτηση που αντιστοιχίζει σε κάθε γωνία … Dictionary of Greek