-
1 βιάζομαι
βιάζομαι действовать силой, насильничать, вынуждать -
2 βιάζομαι
-
3 βιάζομαι
βιάζωconstrain: pres ind mp 1st sg -
4 βιάζομαι
[вязомэ] р. спешитьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιάζομαι
-
5 βιάζομαι
+ V 4-6-0-1-6=17 Gn 33,11; Ex 19,24; Dt 22,25.28; JgsA 13,15to urge, to insist, to constrain [τινα] Gn 33,11; to force [τινα] Ex 19,24; to lay hands upon, violate [τινα] Est 7,8; to break violently into [τι] 2 Mc 14,41; to constrain to [+inf.] Ex 19,24Cf. HELBING 1928, 13; SPICQ 1978a, 189-194; →TWNT(→ἀποβιάζομαι, διαβιάζομαι, ἐκβιάζομαι, καταβιάζομαι, παραβιάζομαι,,) -
6 βιάζομαι
[вязомэ] ρ спешить. -
7 βιάζομαι
hurryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βιάζομαι
-
8 προ-προ-βιάζομαι
προ-προ-βιάζομαι, dep. med., das verstärkte βιάζομαι, Ap. Rh. 3, 185.
-
9 προς-βιάζομαι
προς-βιάζομαι, 1) dazu nöthigen oder zwingen, τινά, Ar. Plut. 16; μὴ ἐϑέλοντά γε προςβιαζοίμην, Plat. Ep. VII, 321 b, vgl. Crat. 410 a; auch pass., προςβιασϑέν, Thuc. 1, 106. – 2) τόπῳ, Gewalt brauchen gegen einen Ort, ihn bestürmen, D. Sic. 20, 39.
-
10 προ-βιάζομαι
προ-βιάζομαι, dep. med., vorher Gewalt anthun, erzwingen; Aesch. 3, 72; Sp.
-
11 παρ-εις-βιάζομαι
παρ-εις-βιάζομαι, mit Gewalt eindringen, Iambl.
-
12 παρα-βιάζομαι
παρα-βιάζομαι, mit Gewalt Etwas thun, durchsetzen; τὸν χάρακα, durchbrechen, Pol. 22, 10, 7; περὶ πράγματος, 26, 1, 3; καὶ διαστρέφειν τὰς γνώμας, Plut. Lycurg. 6, öfter, u. N. T. – Suid. führt auch das act. an, zw.
-
13 συν-απο-βιάζομαι
συν-απο-βιάζομαι, mit, zugleich erzwingen, Arist. H. A. 7, 1.
-
14 κατα-βιάζομαι
κατα-βιάζομαι, bewältigen, bezwingen, πόλιν App. B. C. 2, 28; δυνάμει καὶ χάριτι δόξαν, erzwingen, Plut. de Εἰ apud Delph. 3. – Pass., καταβιάζεται ὑπ' ἐκείνου Plut. Thes. 11; καταβιασϑῆναι verbesserte Wyttenbach für καταβιβασϑῆναι Plut. Symp. 2, 5, 2.
-
15 εἰς-βιάζομαι
εἰς-βιάζομαι, mit Gewalt hineindringen; εἰς τοὺς οἴκους Plut. Num. 1; ὢν οὐκ ἀστὸς εἰςβιάζεται, drängt er sich ein, Ar. Av. 32; vgl. Dem. 39, 33, wo ein inf. dabeisteht; πρός τινα, D. Sic. 14, 9; ἐπὶ τὸν Βόσπορον D. C. 42, 17; παρὰ τὴν ϑύραν als einen auf der Bühne üblichen Ausdruck erwähnt Luc. Nigr. 31.
-
16 δια-βιάζομαι
δια-βιάζομαι, verstärktes simplex, Eur. I. T. 1365 u. Sp.
-
17 ἀπο-βιάζομαι
ἀπο-βιάζομαι, mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασϑῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24.
-
18 ἀντι-βιάζομαι
ἀντι-βιάζομαι, dagegen Gewalt brauchen, Strat. 25 (XII, 183); Philo.
-
19 ὑπερ-βιάζομαι
ὑπερ-βιάζομαι, überwältigen, Thuc. 2, 52.
-
20 торопиться'абзтаб[таралгтоа/] ρ. βιάζομαι
[ταραπλίβυϊ] εκ. βιαστικόςРусско-греческий новый словарь > торопиться'абзтаб[таралгтоа/] ρ. βιάζομαι
См. также в других словарях:
βιάζομαι — 1 βιάστηκα βλ. πίν. 36 (προφ. βιάζομαι) 2 βιάστηκα, βιασμένος βλ. πίν. 36 (προφ. βι άζομαι) Σημειώσεις: 1 βιάζομαι : με προφορά βιάζομαι (→ δείχνω βιασύνη) συνήθως δεν έχει ενεργητική φωνή. 2 βιάζομαι (προφ. βι άζομαι) : η λόγια μτχ. βεβιασμένος… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βιάζομαι — βιάζω constrain pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek
κυνηγώ — (AM κυνηγῶ, έω, Α δωρ. τ. κυναγῶ, έω, Μ και κυνηγεύω και κυνηγεύγω) [κυνηγός] 1. συλλαμβάνω και φονεύω πουλιά ή άλλα ζώα, συνήθως με τη βοήθεια κυνηγόσκυλου, επιδίδομαι στο κυνήγι πτηνών ή άλλων ζώων 2. καταδιώκω κάποιον για να τόν συλλάβω ή και… … Dictionary of Greek
περιεκτικός — ή, ό / περιεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιέχω] 1. αυτός που περιέχει πολλά, αυτός που περιλαμβάνει πολλά (α. «βιβλίο περιεκτικό πολλών διδαγμάτων» β. «θυλάκια περιεκτικὰ σπερματίων») 2. φρ. «περιεκτικά ονόματα» παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν τον… … Dictionary of Greek
σπέρχω — Α 1. θέτω σε ταχεία κίνηση, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἢπειγεν, ἠνάγκαζεν, ἔσπερχε τρέχειν», Λουκιαν.) 2. (μέσ. και παθ.) σπέρχομαι α) κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι («ὁπότε σπερχοίατ Ἀχαιοί... φέρειν Ἄρηα», Ομ. Ιλ.) β) σπεύδω από οργή … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
υπερσεύομαι — Α σπεύδω, βιάζομαι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σεύω / ομαι «σπεύδω, βιάζομαι»] … Dictionary of Greek
нуждаюся или нуждуся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. βιάζομαι) достаюсь с трудом; прилагаю… … Словарь церковнославянского языка
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
ίεμαι — ἵεμαι (Α) 1. κινούμαι πρός τα εμπρός 2. βιάζομαι 3. επιδιώκω, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό F . Ο αρχικός τ. τού ρήματος πρέπει να ήταν *Fεῑ μαι (< IE *wei… … Dictionary of Greek