Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπερ-βιάζομαι

См. также в других словарях:

  • υπερβιάζομαι — Α καταδυναστεύω, βασανίζω υπερβολικά («ὑπερβιαζομένου τοῡ κακοῡ», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βιάζομαι «πιέζω με δύναμη»] …   Dictionary of Greek

  • υπερσεύομαι — Α σπεύδω, βιάζομαι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σεύω / ομαι «σπεύδω, βιάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»