-
1 ἀπο-βιάζομαι
ἀπο-βιάζομαι, mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασϑῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24.
-
2 αποβιαζομαι
1) оттеснять, отбрасывать(τὸ κωλῦον Arst.; ἀθρόῳ τινὴ ἀποβιασθῆναι Xen.; ὑπὸ τοῦ πνεύματος πρὸς τέν Ἀττικέν ἀποβιαζόμενοι Plut.)
3) чинить насилия, притеснять(τινα Polyb.)