-
1 βιβλιοπωλης
-
2 βιβλιοπώλης
βιβλιοπώληςbookseller: masc nom sg -
3 βιβλιοπώλης
[вивлиополио] ουσ продавец книг. -
4 βιβλιοπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιβλιοπώλης
-
5 βιβλιοπώλης
-
6 βιβλιοπώλης
libraire -
7 βιβλιοπώλης
księgarz (m) rzecz. -
8 βιβλιοπώλης
knihkupec -
9 βιβλιοπώλης
booksellerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βιβλιοπώλης
-
10 βιβλιοπώλαις
βιβλιοπώληςbookseller: masc dat pl -
11 βιβλιοπώλην
βιβλιοπώληςbookseller: masc acc sg (attic epic ionic) -
12 βιβλιοκαπηλος
-
13 βιβλιοπώλας
βιβλιοπώλᾱς, βιβλιοπώληςbookseller: masc acc plβιβλιοπώλᾱς, βιβλιοπώληςbookseller: masc nom sg (epic doric aeolic) -
14 βιβλο-γράφος
βιβλο-γράφος u. βιβλο-πώλης, für βιβλιογράφος u. βιβλιοπώλης B. A. 29 angeführt.
-
15 βιβλιοπωλών
-
16 βιβλιοπωλῶν
-
17 βιβλιοπώλαι
-
18 βιβλιοπῶλαι
См. также в других словарях:
βιβλιοπώλης — bookseller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπώλης — ο (AM βιβλιοπώλης) πωλητής βιβλίων … Dictionary of Greek
βιβλιοπώλης — ο αυτός που ασχολείται με την εμπορία βιβλίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοπωλῶν — βιβλιοπώλης bookseller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπῶλαι — βιβλιοπώλης bookseller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπώλαις — βιβλιοπώλης bookseller masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπώλην — βιβλιοπώλης bookseller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιοβιβλιοπώλης — ο, θηλ. ισσα βιβλιοπώλης που εμπορεύεται παλαιά, ιδίως μεταχειρισμένα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + βιβλιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σ. Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
βιβλιοπώλας — βιβλιοπώλᾱς , βιβλιοπώλης bookseller masc acc pl βιβλιοπώλᾱς , βιβλιοπώλης bookseller masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek