-
1 βιβλο-γράφος
βιβλο-γράφος u. βιβλο-πώλης, für βιβλιογράφος u. βιβλιοπώλης B. A. 29 angeführt.
См. также в других словарях:
μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… … Dictionary of Greek