-
1 βιβλιο-πώλης
βιβλιο-πώλης, ὁ, Buchhändler, Ath. III, 126 f; Theopomp. com. bei Zon.
-
2 βιβλιοπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιβλιοπώλης
-
3 βιβλιοπώλης
-
4 βιβλιοπωλης
См. также в других словарях:
κριθοπώλης — ο (AM κριθοπώλης) αυτός που πουλάει κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. αρτο πώλης, βιβλιο πώλης] … Dictionary of Greek
θερμοπωλείον — θερμοπωλεῑον, τὸ (Α) κατάστημα στο οποίο πωλούνταν θέρμοι, λούπινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + πωλείον < πώλης < πωλώ (πρβλ. βιβλιο πωλείο[ν], παντο πωλείο[ν])] … Dictionary of Greek
τεϊοπωλείο — το, Ν (λόγιος τ.) κατάστημα στο οποίο πωλείται τσάι, φύλλα τσαγιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + πωλείο (< πώλης*), πρβλ. βιβλιο πωλείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεϊοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek
φερετροπωλείο — το, Ν κατάστημα όπου πωλούνται φέρετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρετρο + πωλείο (< πώλης*), πρβλ. βιβλιο πωλείο] … Dictionary of Greek